Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Η Μαρία διασκευάζει "Το φτωχό παιδί"

ΤΟ ΦΤΩΧΟ ΠΑΙΔΙ
 

  Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δύο αδέρφια. Ο ένας πλούσιος κι ο άλλος φτωχός. Ο φτωχός δεν είχε τίποτα. Σηκώνεται λοιπόν και κατεβαίνει  στην πόλη για να βρει δουλειά. Η γυναίκα του έκατσε στο χωριό.

   Καθώς  φτάνει στην πόλη, σκέφτεται από πού να αρχίσει. Μετά από πολλή ώρα και κούραση φτάνει σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο και πιάνει δουλειά ως φύλακας. Έκατσε ένα χρόνο, δύο χρόνια, τρία…είκοσι χρόνια. Ήταν ευχαριστημένος με τη δουλειά, αλλά δεν έπαιρνε και πολύ καλό μισθό.

   Μία μέρα, ζήτησε άδεια για λίγες  να ξεκουραστεί. Επιστρέφει στο χωριό, στη καλύβα του και το βράδυ πάει η Μοίρα και του λέει:

-Στο ξενοδοχείο, στο τελευταίο δωμάτιο του τρίτου ορόφου θα βρεις χρήματα. Πολλά χρήματα!

‘ Όνειρο θα είδα’ λέει αυτός και ξανακοιμήθηκε.

    Την επόμενη μέρα το πρωί σηκώνεται και παίρνει το δρόμο για την πόλη. Φτάνει στο ξενοδοχείο και ακυρώνει την άδεια που πήρε. Ξαναρχίζει τη δουλειά. Θυμήθηκε τότε το όνειρο. Δε το πίστεψε και είπε: ‘ Ε, όποιος είναι φτωχός  και χρειάζεται λίγα χρήματα για να ζήσει, αυτά ονειρεύεται’

     Το άλλο βράδυ, εκεί που περιτριγύριζε στο ξενοδοχείο ακούει μια φωνή.

Ήταν η Μοίρα.

-Ε, του λέει, δε σου είπα να πας στο τελευταίο δωμάτιο του τρίτου ορόφου και αν πάρεις τα χρήματα;

      Πάλι νόμιζε πως ήταν η ιδέα του.

      Το τρίτο βράδυ πάει η Μοίρα του και του δίνει μια κλοτσιά.

-Πήγαινε στο δωμάτιο να πάρεις τα λεφτά!

Πηγαίνει και αυτός αφού δεν είχε άλλη επιλογή, σιγά-σιγά μην το πάρουν είδηση, αν και εκείνη τη ώρα κανένας δεν ήταν ξύπνιος. Παίρνει το κλειδί, πηγαίνει στο δωμάτιο και παίρνει τα χρήματα. ‘Τώρα; Τι να κάνω με αυτά; Που να τα κρύψω;’ , αναρωτήθηκε. Πάει η Μοίρα του και του λέει:

-Δε χρειάζεται να τα κρύψεις. Το πρωί θα πας στο αφεντικό σου και θα του πεις ‘ Χθες το βράδυ ένας ληστής προσπάθησε να μπει στο ξενοδοχείο. Εγώ τον πήρα είδηση, τον έπιασα και τον πήγα στην αστυνομία και εκεί οι αστυνομικοί μου έδωσαν αυτά τα χρήματα για αυτό που έκανα. Τους είπα επίσης ότι είμαι φτωχός και ότι από τη δουλειά μου δε παίρνω αρκετά χρήματα’. Το κατάλαβες; , τον ρώτησε.

-Το κατάλαβα, απάντησε ο άντρας

     Όντως την επόμενη μέρα πήγε στο αφεντικό του και του είπε όλα όσα τον συμβούλεψε να πει η Μοίρα του. Το αφεντικό έμεινε ευχαριστημένο. Εκείνη τη στιγμή πήγε στο ξενοδοχείο ένας άλλος φτωχός άνδρας και ζήτησε τη δουλεία του φύλακα. Τότε ο άντρας παρακάλεσε το αφεντικό του να του δώσει το μισθό του και να φύγει παίρνοντας στη θέση του τον άλλο άντρα.

     Πράγματι εκείνος του δώσε το μισθό του και προσέφερε τη θέση του. Ο άντρας μετά από αυτή την εξέλιξη γυρνάει στο χωριό του.

     Στο χωριό τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. ,όταν έφυγε για την πόλη η γυναίκα του ήταν έγκυος χωρίς όμως εκείνος να το γνωρίζει. Γέννησε το γιό του και το παιδί είχε γίνει ολόκληρο παλικάρι 20 χρονών.

     Πάει κι αυτός στην καλύβα του, βλέπει την γυναίκα του και της λέει:

_   Έχεις κανένα άδειο μέρος να αφήσω τα πράγματά μου?

_   Άσ’ τα, λέει εκείνη, εκεί στη γωνιά.

     Εκείνος ήθελε να τη δοκιμάσει σου λέει:

¨Αυτός ο ψηλός κι όμορφος άνδρας που μπαινοβγαίνει ποιος είναι? Άντρας της μήπως? Παντρεύτηκε άλλον?¨ Που να  φανταστεί όμως, ότι αυτός ήταν ο γιός του, το μοναχοπαίδι του.

   Ήταν Κυριακή πρωί. Το παιδί φόρεσε τα καλά του. Το βλέπει η μάνα του και το ρωτάει:

_  Για που το βαλες, γιε μου?

_  Πάω στην εκκλησία μάνα, να προσευχηθώ στο Θεό να μου στείλει πίσω τον πατέρα μου, που δεν μπόρεσα να γνωρίσω.

_  Καλά παιδί μου, του είπε.   Να προσέχεις.

   Άκουσε κι ο άντρας που την είπε «μάνα» και σκέφτηκε πως αν αυτό το αγόρι ήταν γιος της ήταν και δικός του.

   Αφού έφυγε το παιδί, λέει στη γυναίκα του:

_  Με γνωρίζεις εμένα?

_  Όχι. Δε σε γνωρίζω, απαντά εκείνη.

   Τότε εκείνος άρχισε να της λέει διάφορες εμπειρίες και στιγμές που είχαν ζήσει μαζί. Μετά απ’ όλα αυτά εκείνη πείστηκε και γεμάτη χαρά με δάκρυα ευτυχίας άρχισε να μαγειρεύει για το γιορτινό τραπέζι που θα έκανε για την επιστροφή του άντρα της.

   Πέρασαν κανά  δυό χρόνια που η οικογένεια ζούσε ευτυχισμένα έφτιαξαν καινούργιο σπίτι, πήραν ωραία έπιπλα, έτρωγαν και έπιναν. Όμως ο γιος τους δεν ήθελε να μείνει άλλο με την οικογένειά του, ήθελε να φύγει.

_  Που θα πας? Του λέει ο πατέρας του.

_  Να βρω την τύχη μου.

_  Όχι, δεν θα πας πουθενά. Εδώ θα μείνεις, εδώ μαζί με την οικογένειά σου, του είπε.

   Το παιδί όμως επέμενε να φύγει. Θέλοντας και μη του δίνει ο πατέρας του την ευχή του και 50 Ε. Το παιδί έφυγε ικανοποιημένος. Στο δρόμο συνάντησε ένα ταλαιπωρημένο φτωχό, ο οποίος γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητούσε 50Ε για να ξεχρεώσει το αφεντικό του. Το παιδί στεναχωρήθηκε και του έδωσε τα δικά του για να γλιτώσει από το θάνατο.

_  Και τώρα? Τι θα κάνω αφού δεν έχω ούτε 1Ε στην τσέπη μου? Είπε το αγόρι και γύρισε στο χωριό του πάλι στο πατρικό του.

   Όταν έφτασε εξήγησε στους γονείς του τι έγινε και ότι δεν είχε χρήματα και εκείνοι του έδωσαν 40Ε αυτή τη φορά.

   Παίρνει τα χρήματα και φεύγει πάλι. Διασχίζει πολλούς δρόμους κάτω από το καυτό ήλιο που το βασάνιζε. Κάποια στιγμή μετά από τόσο περπάτημα φτάνει σε ένα σταυροδρόμι. Ο πρώτος δρόμος έλεγε ¨Χωριό¨, ο δεύτερος δρόμος έλεγε ¨Πόλη που πηγαίνεις και γυρνάς¨, ο τρίτος δρόμος έλεγε ¨Πόλη που πηγαίνεις και μπορεί να γυρίσεις μπορεί και όχι¨ και ο τέταρτος δρόμος έλεγε ¨Πόλη που πηγαίνεις και δε γυρνάς ποτέ¨. Το αγόρι δεν ήξερε ποιο δρόμο να ακολουθήσει. Για το μόνο που ήταν σίγουρος ήταν ότι δεν ήθελε με τίποτα να διαλέξει τον πρώτο δρόμο προς το χωριό. Ήταν απόλυτα σίγουρος ότι δεν ήθελε να γυρίσει στο χωριό του. Κάθισε προβληματισμένος και σκεφτόταν ποιο δρόμο θα ήταν καλύτερο για εκείνον να ακολουθήσει. Τότε παρουσιάστηκε η Μοίρα του.

_  Τι κάνεις εδώ?

_  Σκέφτομαι ποιο δρόμο να ακολουθήσω.

_  Εγώ θα σε βοηθήσω. Θα διαλέξουμε μαζί το δρόμο. Θα ακολουθήσουμε αυτόν που λέει ¨Πόλη όπου πηγαίνεις και δε γυρίζεις ποτέ¨ και μην φοβάσαι τίποτα, εγώ θα είμαι κοντά σου.

    Προχωρούν, λοιπόν, μαζί και φτάνουν στην πόλη. Εκεί υπήρχε ένας δράκος ο οποίος έπινε όλο το νερό της πόλης με αποτέλεσμα να υπάρχει ανομβρία στην πόλη ολόκληρη. Η Μοίρα τότε με ένα μαγικό όπλο σκότωσε το δράκο και ο δήμαρχος για να την ευχαριστήσει της έδωσε 100Ε. Η Μοίρα πήρε τα χρήματα και τα κατέθεσε στην τράπεζα. έπειτα έκανε μια συμφωνία με το αγόρι.

_  Ό,τι έχουμε από εδώ και πέρα θα τα μοιραζόμαστε, του λέει και το αγόρι συμφώνησε χωρίς δεύτερη σκέψη.

   Πάλι πήραν το δρόμο, όπου έφτασαν σε μια πόλη που ήταν μεγάλη, όμορφη και πλούσια πόλη με μεγαλοπρεπή κτίρια και σπάνια αξιοθέατα. Και οι δυο μαγεύτηκαν από τις εικόνες που έβλεπαν και αποφάσισαν να μην συνεχίσουν το δρόμο τους αλλά να παραμείνουν εκεί. Σε αυτή την πόλη ο δήμαρχος είχε μια μοναχοκόρη .Μια κοπέλα όμορφη που όλη η πόλη θαύμαζε την σπάνια ομορφιά της. Το σώμα της ήταν σαν βγαλμένο από σμιλεμένο άγαλμα, είχε καστανά μαλλιά και όμορφα καστανά μάτια, μα και η καρδιά της ήταν τόσο καλή και ευαίσθητη πρόθυμη να βοηθήσει πάντα όποιον κι αν της ζητούσε την βοήθειά της  και δεν μπορούσε με τίποτα να ανεχτεί την αδικία σε βάρος των ανθρώπων. Όμως στη ζωή της συνέβαινε ένα ανεξήγητο φαινόμενο. Κάθε μέρα παντρεύονταν και κάθε βράδυ ο γαμπρός πέθαινε χωρίς κανένας να μπορεί να εξηγήσει τι συνέβαινε. Η πόλη κάθε μέρα πενθούσε και δεν μπορούσε κανείς να καταλάβει και να κάνει το οτιδήποτε για να βοηθήσει την κοπέλα. Εκείνη ήταν κάθε μέρα στεναχωρημένη και τα όμορφα μάτια της είχαν μια απέραντη θλίψη και ο πατέρας ήταν πολύ στεναχωρημένος για το κακό που συνέβαινε στην μοναχοκόρη του.

   Αφού φτάνουν στο  Δημαρχείο, λέει η Μοίρα στο παιδί:

-        Θα πας και θα ζητήσεις από το δήμαρχο την κόρη του για γυναίκα σου.

-        Εντάξει ,απάντησε το αγόρι.

   Πάει λοιπόν και ζητάει το χέρι της κόρης , όπως ακριβώς του είχε ζητήσει η Μοίρα. Ο δήμαρχος όμως του είπε ότι δεν είχε νόημα, γιατί κι αυτός θα πέθαινε το ίδιο βράδυ του γάμου. Το παιδί όμως και η Μοίρα επέμεναν. Ο δήμαρχος μετά από την επιμονή τους συμφώνησε με βαριά καρδιά και πίστευε ότι πάλι ένας αθώος άνδρας θα έβρισκε άδικα το θάνατο .Η Μοίρα ζήτησε από το δήμαρχο το πρώτο βράδυ του γάμου να πάει κι αυτή μαζί με το ζευγάρι στο δωμάτιο. Ο δήμαρχος χωρίς να το σκεφτεί συμφώνησε. Ο γάμος έγινε μετά από λίγη ώρα χωρίς όμως τίποτα να θυμίζει χαρούμενο γεγονός, περισσότερο θλίψη και φόβος κυριαρχούσε.

   Το βράδυ πήγαν στο σπίτι το ζευγάρι και ήρθε η ώρα να πάνε στο δωμάτιό τους.

   Η Μοίρα είχε μιλήσει πριν από το γάμο στο παιδί και του είχε πει:

_  Δεν θα πειράξεις το κορίτσι, πριν σου πω

_  Το παιδί συμφώνησε.

   Η Μοίρα και ο δήμαρχος κάθισαν αρχικά στο σαλόνι και κουβέντιαζαν. έλεγαν διάφορες ιστορίες, ανέκδοτα, τραγούδια ποιήματα κ.α. Με τη συζήτηση η ώρα πέρασε και ο δήμαρχος είπε στη Μοίρα:

_  Συγνώμη που θα σταματήσω την κουβέντα μας, άλλα η ώρα πέρασε κι θα πρέπει να πάω να κοιμηθώ γιατί αύριο με περιμένει μια πολύ δύσκολη μέρα, φαντάζομαι καταλαβαίνεις τι εννοώ.

_  Καλά δήμαρχε, όπως θες. Πάω κι εγώ στο δωμάτιο του είπε η Μοίρα .Σε λίγη ώρα ο δήμαρχος κοιμήθηκε προβληματισμένος.

   Πήγε και η Μοίρα στο δωμάτιο του νέου ζευγαριού .Το ζευγάρι κοιμόταν .Εκείνη κάθισε σε μια άκρη στο δωμάτιο και περίμενε κοιτώντας συνεχώς το ρολόι. Μόλις η ώρα πήγε δώδεκα και μισή μια λάμψη στα μαλλιά του κοριτσιού υπήρχε .Η Μοίρα λίγο τρομαγμένη περίμενε να  δει τι θα συμβεί .Μετά από λίγο ,είδε ότι τα μαλλιά μεταμορφώθηκαν σ’ ένα άγριο φίδι και ήταν έτοιμο να κατασπαράξει το αγόρι .Η Μοίρα με περίεργες κινήσεις και με ένα πανίσχυρο όπλο χτύπησε δυνατά το φίδι στο κεφάλι με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε τα μαλλιά του κοριτσιού ξαναγύρισαν στην αρχική κατάσταση τους και μέσα στο δωμάτιο επικρατούσε μια ηρεμία και ένα γλυκό άρωμα ευτυχίας.

   Όμως δεν κράτησε για πολύ αυτή  η ηρεμία και η γαλήνη γιατί μετά από λίγη ώρα εμφανίστηκε και δεύτερο φίδι, η Μοίρα με τις ίδιες κινήσεις και το μαγικό όπλο το σκότωσε κι αυτό .Στο δωμάτιο όμως επικρατούσε μια αίσθηση ανησυχίας και τρόμου ανεξήγητη για την Μοίρα. Σε λίγη ώρα πήρε την απάντησή της γιατί εμφανίστηκε και τρίτο φίδι πολύ πιο αγριεμένο από τα δύο προηγούμενα. Η Μοίρα όσο κι αν προσπάθησε δεν κατάφερε να το σκοτώσει .Το φίδι ολοζώντανο και πολύ πιο θυμωμένο ήταν έτοιμο να σκοτώσει το αγόρι .Η Μοίρα εξαγριωμένη με τον εαυτό της που απέτυχε σε κάθε προσπάθεια να σκοτώσει το φίδι δοκίμασε νέες κινήσεις και πιο ισχυρό όπλο, όμως μάταια τίποτα δεν ήταν ικανό να εξολοθρεύσει το άγριο φίδι .Ξαφνικά της ήρθε η ιδέα απλή μεν αλλά έπρεπε να την δοκιμάσει να προσπαθήσει να αρπάξει το φίδι από το λαιμό για να το πνίξει ,κι έτσι έκανε με απόλυτη επιτυχία.

   Εκείνη τη στιγμή το αγόρι ξυπνάει.

_  Τι έγινε? Ρώτησε

_  Τώρα δεν μπορώ να σου πω τίποτα .Όλα είναι εντάξει όμως .Ξημέρωσε και εσύ είσαι ζωντανός, αυτό είναι το πιο σημαντικό από όλα.

    Ο δήμαρχος ξυπνάει και με μεγάλη έκπληξη βλέπει το αγόρι ζωντανό. Στην αρχή νόμιζε ότι όλο αυτό ήταν μια φαντασίωση μέχρι να συνειδητοποίηση ότι ήταν αλήθεια και ο γαμπρός του ήταν ζωντανός και δεν είχε την άδικη τύχη των υπολοίπων .Η γυναίκα του κι αυτή δεν πίστευε αυτό που έβλεπε μπροστά της. Τον άντρα της ζωντανό ,τα μάτια της γέμισαν χαρά και λάμψη ευτυχίας. Ο πατέρας της αγκάλιασε το γαμπρό του και του είπε ότι θα του δώσει ότι κι αν του ζητήσει.

   Το παιδί σκέφτηκε αμέσως τους γονείς του στο χωριό. Του ζήτησε χρήματα για να τα στείλει στους γονείς του.

   Πέρασαν αρκετά χρόνια και ενώ όλοι ζούσαν ευτυχισμένοι ο γαμπρός και η Μοίρα αποφάσισαν να φύγουν.

_  Γιατί να φύγετε? Τους ρώτησε ο δήμαρχος απορημένος για την ξαφνική τους απόφαση.

_  Όχι καλύτερα να φύγουμε ,είπε η Μοίρα.

_  Όπως θέλετε δεν επιμένω, όμως η μοναχοκόρη μου? Απάντησε ο δήμαρχος.

_  Μα φυσικά την γυναίκα μου θα την πάρουμε μαζί μας πατέρα. Είπε ο άνδρας.

_  Καλά τότε θα σας δώσω αρκετά χρήματα ,την ευχή μου μέσα από την καρδιά μου και να πάτε στο καλό.

    Το ζευγάρι και η Μοίρα πηγαίνουν στην τράπεζα που είχε  η Μοίρα τα 1000Ε και τα παίρνουν και αυτά.

    Τότε η Μοίρα είπε στο αγόρι:

_  Τι συμφωνία κάναμε? Θυμάσαι?

_  Α, ναι ότι έχουμε να το μοιραζόμαστε.

_  Ακριβώς. Πάρε λοιπόν εσύ 1000Ε και είμαστε εντάξει.

-        Α, όχι λέει η Μοίρα .Η συμφωνία λέει να μοιραζόμαστε ότι έχουμε ,άρα και την κοπέλα.

-        Τι? Τρελάθηκες ,δεν μπορώ να το κάνω αυτό, την αγαπώ, είναι η γυναίκα μου.

-        Αυτό όμως είναι το δίκαιο .Έλα θα την κόψουμε στη μέση αλλιώς θα έχετε για πάντα την κατάρα μου, του είπε η Μοίρα.

   Τι να κάνει το παιδί ? Δυστυχώς είχε δώσει συμφωνία και αναγκαστικά έπρεπε να μοιραστεί και την αγαπημένη του γυναίκα. Βγάζει λοιπόν το μαχαίρι με δάκρυα στα μάτια και πάγωμα στην καρδιά του και ετοιμάζεται κα σφάξει την κοπέλα ,με το 3 την σφάζω και τη μοιραζόμαστε είπε στη Μοίρα.

    Εκεί που ήταν έτοιμος να κάνει αυτό που δεν ήθελε ,η γυναίκα του μαρμάρωσε και από τα μαλλιά της πετάχτηκε ένα φίδι.. Η Μοίρα του κόβει το κεφάλι και το τραβάει με οργή προς τα έξω νεκρό. Η κοπέλα εκείνη τη στιγμή ξανάρχεται στην αρχική της κατάσταση.

_  Τώρα παιδί μου .πάρε την όμορφη γυναίκα σου και πήγαινε σπίτι σας ,εγώ ότι ήταν να κάνω για το καλύτερο για σένα το έχω κάνει και είμαι τόσο πολύ ευτυχισμένη.

_  Μα πως θα γυρίσουμε πίσω καλή μου Μοίρα ,αφού έχουμε διαλέξει το δρόμο για την ¨Πόλη που πας και δεν γυρνάς ποτέ¨? Τι θα κάνουμε? Εγώ  θέλω να γυρίσω πίσω στο χωριό μου, στην οικογένειά μου , στους αγαπημένους μου γονείς να τους γνωρίσω την πανέμορφη γυναίκα μου.

_  Αχ παιδί μου έχεις απόλυτο δίκαιο, άλλα και για αυτό υπάρχει λύση και είναι πολύ απλή, απορώ πως δεν τη σκέφτηκες κι εσύ? Απάντησε η Μοίρα.

_  Εσύ δεν μπορείς να φύγεις από αυτή την πόλη ,όμως όλοι οι άλλοι μπορούν να έρθουν εδώ. Έτσι λοιπόν θα πεις στους γονείς σου να έρθουν αυτοί εδώ.

_  Ναι, συμφώνησε και η γυναικά του, να έρθουν και θα μείνουν μαζί μας στο σπίτι του πατέρα μου, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θα χαρεί κι εκείνος να είμαστε όλοι μαζί.

_  Ευχαριστώ αγαπημένη μου , αλλά πως θα επικοινωνήσω μαζί τους?

_  Ο πατέρας μου έχει τηλέφωνο με όλους τους αριθμούς των δημάρχων των πόλεων, είπε η κοπέλα οπότε είναι πάρα πολύ εύκολο να ειδοποιήσουμε τους γονείς σου.

    Έτσι γύρισαν στο σπίτι , ο πατέρας της μόλις τους είδε γέμισε από ευτυχία, ειδοποίησαν τους γονείς του αγοριού, άλλα η Μοίρα δεν ήταν εκεί, κοντά τους.

Όσο και να έπαιξαν δεν την βρήκαν εξαφανίστηκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που είχε εμφανιστεί πριν από πολλά χρόνια, αθόρυβα.

    Σε λίγες μέρες ήρθαν στην πόλη και οι γονείς του αγοριού πλημμυρισμένοι από την απόλυτη χαρά και ευτυχία για την καλή τύχη του μονάκριβου παιδιού τους και κάθε μέρα που περνούσε για αυτούς ήταν ένα ακόμη κομμάτι ευτυχίας και ευχαρίστησης για τα δύο πανέμορφα πλέον παιδιά τους.

   Σε λίγο καιρό η κοπέλα έμεινε έγκυος ,και γέννησε δύο υπέροχα παιδιά ένα αγόρι και ένα κορίτσι , το ζευγάρι τρισευτυχισμένο αγόρασε ένα μεγαλοπρεπές σπίτι με μεγάλο κήπο στο κέντρο της πανέμορφης αυτής πόλης που έκρυβε τόσες εκπλήξεις για όλους τους ευχάριστες ή δυσάρεστες.

 

 

        ΚΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ………………ΚΑΛΥΤΕΡΑ

 

                                                                              ΚΑΒΑΖΙΔΗ ΜΑΡΙΑ