Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Καλές παραμυθογιορτές!


Σε αυτές τις γιορτές

Σκεφτόμαστε όλους όσους μπορεί να έχουν κάποια ανάγκη
Μοιραζόμαστε ό,τι μπορούμε για να δώσουμε χαρά και στους άλλους
Κρατάμε συντροφιά σε ηλικιωμένους συγγενείς και γείτονες που τέτοιες μέρες νοιώθουν μοναξιά (μαθαίνουμε και ωραία παραμύθια έτσι)
Δε διστάζουμε να ζητήσουμε τη συμπαράσταση των άλλων αν έχουμε πρόβλημα. Δεν είναι καιρός για ψευτοαξιοπρέπειες και ντροπές.
Μετέχουμε σε πρωτοβουλίες ανακούφισης των πασχόντων
Έτσι τα Χριστούγεννα αποκτούν το πραγματικό τους νόημα.

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
(ΕΜΕΙΣ ΤΟ 13 ΤΟ ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΤΥΧΕΡΟ)
 
 
ΤΈΛΟΣ ΔΩΡΙΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΖΗΤΑΜΕ ΩΣ ΔΩΡΟ ΒΙΒΛΙΑ



Η Χριστουγεννιάτικη εργασία












Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι- Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

 

 Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και οι χιονισμένοι δρόμοι είχαν ερημώσει. Από τα φωτισμένα παράθυρα έρχονταν ήχοι από γέλια και τραγούδια. Όλοι ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τον Νέο Χρόνο. Δίπλα στο παράθυρο στεκόταν λυπημένο ένα κοριτσάκι. Το κουρελιασμένο της φουστάνι και η τριμμένη σάρπα της δεν την προστάτευαν από το κρύο και προσπαθούσε σκληρά για να μην ακουμπήσει τα ξυπόλητα πόδια της στο παγωμένο έδαφος. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα όλη την ημέρα και φοβόταν να γυρίσει σπίτι, γιατί ο πατέρας της σίγουρα θα θύμωνε. Έτσι κι αλλιώς, στην υγρή και σκοτεινή σοφίτα που έμενε δεν θα ήταν πολύ πιο ζεστά. Τα δάχτυλα της μικρής είχαν παγώσει. Αν άναβε ένα σπίρτο; Τι θα έλεγε όμως ο πατέρας της για μια τέτοια σπατάλη; Διστακτικά, έβγαλε ένα σπίρτο και το άναψε. Τι όμορφη ζεστή φλόγα! Η μικρή την έκλεισε στη χούφτα της και ξαφνικά είδε μέσα στο φως της να καίει ένα μεγάλο λαμπερό τζάκι. Το κοριτσάκι άπλωσε τα χέρια στη ζεστή θαλπωρή του, αλλά ακριβώς τότε το σπίρτο έσβησε και η εικόνα χάθηκε. Το βράδυ φαινόταν τώρα πιο σκοτεινό και το κρύο γινόταν πιο τσουχτερό. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμάκι της μικρής. Αφού δίστασε για αρκετή ώρα, άναψε ακόμα ένα σπίρτο. Αυτή το φορά η λάμψη μεταμορφώθηκε σε μια τεράστια τζαμαρία. Πίσω από αυτήν βρισκόταν στρωμένο ένα γιορτινό τραπέζι γεμάτο φαγητά και φωτισμένο από ένα κηροπήγιο. Με τα χέρια ανοιχτά προς τα φαγητά η μικρή πέρασε μέσα από το τζάμι αλλά και αυτό το σπίρτο έσβησε και η μαγική σκηνή μαζί του. Η καημενούλα, μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα είχε πάρει μια γεύση από όλα όσα της είχε αρνηθεί η ζωή της: ζεστασιά και καλό φαγητό. Το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει και έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο, ελπίζοντας να γνωρίσει κι αυτή για λίγο τόση ευτυχία. Άναψε το τρίτο σπίρτο και τότε συνέβη κάτι ακόμα πιο θαυμαστό: Μπροστά της είχε τώρα ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο με εκατοντάδες κεριά, παιχνίδια και πολύχρωμες μπάλες. "Τι όμορφο" αναφώνησε η μικρή κρατώντας ακόμα το σπίρτο. Το σπίρτο της έκαψε το δάχτυλο και έσβησε κι αυτό με τη σειρά του. Το φως των χριστουγεννιάτικων κεριών ανέβηκε ψηλά, ψηλότερα, όλο και πιο ψηλά και τότε ένα από τα φώτα έπεσε, αφήνοντας μια γραμμή πίσω του. "Κάποιος πεθαίνει" σιγομουρμούρισε το κοριτσάκι. Όπως έλεγε η αγαπημένη της γιαγιά: "Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια καρδιά σταματάει να χτυπάει". Σαν υπνωτισμένη η μικρή άναψε ένα ακόμα σπίρτο. Αυτή τη φορά είδε τη γιαγιά της. "Γιαγιά, μείνε μαζί μου" ικέτευσε και άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να μην εξαφανιστεί και η γιαγιά όπως οι προηγούμενες εικόνες. Η γιαγιά δεν εξαφανίστηκε, αλλά την κοίταζε χαμογελαστά. Άνοιξε τα χέρια της και η μικρή την αγκάλιασε κλαίγοντας: "Γιαγιά, πάρε με μαζί σου". Ξημέρωσε ένας χλωμός ήλιος πάνω στους παγωμένους δρόμους της πόλης. Στο έδαφος το άψυχο σώμα ενός μικρού κοριτσιού, περικυκλωμένο από χρησιμοποιημένα σπίρτα. "Καημενούλα" είπε ένας περαστικός. "Προσπαθούσε να ζεσταθεί". Όμως τότε, η μικρούλα βρισκόταν ήδη πολύ μακριά, κάπου όπου δεν υπάρχει κρύο, πείνα και πόνος.

Hans Christian Andersen


Δώστε μια δική σας εκδοχή του γνωστού παραμυθιού του Άντερσεν, αισιόδοξη ή απαισιόδοξη, παλιά ή σημερινή, στη χώρα μας ή στη χώρα του παραμυθιού. Αφήστε τη φαντασία σας ελεύθερη. Αναλύστε το παραμύθι και στη συνέχεια αποφασίστε σε ποια σημεία του θα παρέμβετε.
Οι ιστορίες σας πρέπει να έχουν φθάσει το μέιλ του προγράμματος dimiourgikigraphi.paramythi@yahoo.gr ως τις 7/1/2013 τα μεσάνυχτα, διότι ως γνωστόν μετά η άμαξα κλπ κλπ κλπ...

ΚΑΛΗ  ΕΠΙΤΥΧΙΑ!!!


Ήταν Αύγουστος ,η τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Είχε πολύ ζέστη, ίσα με 40 βαθμούς. Το κοριτσάκι καθόταν σε ένα πεζοδρόμιο και πουλούσε τα σπίρτα του. Ήταν ορφανό από μητέρα και ο πατέρας του το κακομεταχειρίζονταν. Τα αδέρφια του δεν του έδιναν σημασία καθόλου και το χτυπούσαν συνέχεια.

         Το κοριτσάκι πουλούσε τα σπίρτα του και πολλές φορές φώναζε’ Σας παρακαλώ, αγοράστε ένα πακέτο σπίρτα .Αν δεν μαζέψω λίγα λεφτά, ο πατέρας μου θα με χτυπήσει και δεν ξέρω κι εγώ τι μπορεί να μου κάνει’ Το κοριτσάκι δεν μπορούσε να αντέξει με τόσο ζέστη. Δεν είχε καθόλου φαγητό, αλλά, ούτε νερό. Εκείνη τη στιγμή, πέρασε μια νεαρή γυναίκα, τη λυπήθηκε και αγόρασε 2 πακετάκια με σπίρτα. Το κοριτσάκι ευχαρίστησε τη γυναίκα. Μόλις έφυγε η γυναίκα, ακούστηκε ένας θόρυβος. Ήταν το νιαούρισμα ενός αδύνατου, βασανισμένου και πεινασμένου γατιού. Το κοριτσάκι το είδε, το λυπήθηκε και το πήρε στην αγκαλιά του, αλλά δεν είχε τίποτα να του δώσει να φάει. Σκέφτηκε, όμως, ‘έχω λίγα λεφτά, γιατί δεν πάω να πάρω λίγο γάλα; Πήγε στο κοντινότερο μπακάλικο και αγόρασε μόνο ένα κουτί γάλα, γιατί δεν του έφταναν τα χρήματα  να πάρει άλλο ένα. Σκέφτηκε να το δώσει στο γατάκι     που πεινούσε πολύ. 

          Την επόμενη μέρα, ένας κύριος με το παιδάκι του , είδε το κοριτσάκι και το γατάκι να κοιμούνται σε μία άθλια κατάσταση. Τις λυπήθηκε και αγόρασε πολλά πακέτα με σπίρτα. Το κοριτσάκι μάζεψε αρκετά χρήματα, αφού σιγά-σιγά πουλούσε κι άλλα σπίρτα. Μάλιστα, ο περισσότερος κόσμος ασχολούνταν με το γατάκι και όλοι περνούσαν καλά.

           Το κοριτσάκι πήγε στο σπίτι του με το γατάκι και πάρα πολλά λεφτά. Ο πατέρας της την αγκάλιασε και τη φίλησε. Της είπε συγχαρητήρια και ήταν πολύ χαρούμενος . ‘Το γατάκι με βοήθησε να πουλήσω όλα τα σπίρτα ‘είπε το κοριτσάκι

            Από τότε η οικογένεια του μικρού κοριτσιού ήταν όλο χαρά κι ευτυχία, καθώς όλα τα μέλη πολύ αγαπημένα.

                                                                 

 

                                                                           ΚΑΒΑΖΙΔΗ ΜΑΡΙΑ   Α1



ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΑ ΦΑΝΑΡΙΑ.                                                                                                                                                                                                                        Ήταν Δεκέμβριος έφταναν επιτέλους τα χριστόυγεννα που όλοι περίμεναν.Όλοι μαζί συγγενείς και φύλοι μαζέυονταν για να περάσουν μαζί τις καταπληκτικές γιορτές των χριστουγένων.Άπο την αρχή του μήνα άρχησαν όλοι να στολίζουν τα δέντρα,να κολλάνε στα παράθυρα όμορφες μικρές εικόνες του αϊ Βασίλη,να κρεμούν μεγάλες κάλτσες για δώρα,να φτίαχνουν μελομακάρονα και να αγοράσουν δώρα για τους αγαπημένους τους.Μ΄όλες αυτές τις ετοιμασίες κανείς έδεινε σημασία σ΄ενα μικρό κοριτσάκι που ήταν στα φανάρια και σκούπιζε τζάμια.Όλοι έτρεχαν για να προλάβουν να πάρουν αυτά που θέλουν πρίν νυχτώση.Το μικρό αυτό όμως  κοριτσάκι έμενε σε σκεπαζμένο μέρος μαζί με τον πατέρα της ο οποίος την κακομεταχηριζόταν και την ανάγκαζε να πηγένει στα φανάρια για να σκουπήζει τζάμια αυτοκινήτων.Την ημέρα των χριστουγέννων ο πατέρας του μικρού κοριτσιού της είπε να πάει να στα φανάρια και να μην τολμήσει να γυρίσει χωρίς να μαζέψει χρήματα.Μέσα στη νύχτα το κοριτσάκι να κρυώνει απο το κρύο, χωρίς καλά σκεπασμένα ρούχα, τα χέρια της να τρέμουν, να πέφτει χιόνι και εξαιτείας αυτού του γεγονόντος  το μικρό κοριτσάκι δεν έβλεπε μπροστά της.Όταν έφτασε   στα    φανάρια      άρχησε να ζητάει να καθαρήσει τα τζάμια κάθε αυτοκινήτου που περνούσε.Κανείς όμως δεν της έδεινε σημασία λόγο της βιασύνεις τους να προλάβουν για της ετοιμασίες.Μέχρι τα άγρια χαράματα το κοροτσάκι έμενε στα φανάρια και τούς δρόμους και περείμενε να δει κανένα αυτικίνητο, μέχρι όπου κατάλαβε  πως δεν θα περάσει κανείς πια γιατι πέρασε η ώρα και όλοι πια είνε στα σπίτια τούς  και γιορτάζουνε τα χριστούγεννα.Θέλησε να γυρίσει πίσω στο σπίτι γιατί δεν άντεχε άλλο στο κρύο, αλλά φοβόταν την αντίδρασει του μπαμπά της για αυτο και αποφάσησε να μείνει στους δρόμους.Πέρασε από έναν δρόμο και όταν είδε γύρο της θαμπόθηκε από την ομορφία του μέρους.Πέρασε από όλα τα σπίτια είδε μητέρες να ταϊζουν να παιδιά τους,οικογένεις να είναι μαζί και να γιορτάζουν ευτηχισμένα και τότε έσκηψε το κεφάλι της και ένιωσε μια λύπη που εκείνη δεν έχει μια οικογένεια.Τοτε έκλεισε τα μάτια και άρχησε να φαντάζεται διάφορα όμορφα πράγματα όπως την ζεστασιά του σπιτιού, την μητέρα να την χαϊδέβη, το μεγάλο χριστουγενιάτικο τραπέζι,τα δώρα που θα έπερνε,το μεγάλο χριστουγενιάτικο δέντρο και όλοι την ευτηχία που θα ζούσε αν είχε μια οικογένεια.Όταν το κορίτσι συνέχιζε να φανταζόταν,βρέθηκε μπροστά της ένα μικρό και όμορφο σκυλάκι το οποίο και αυτό δεν είχε οικογένει και πηνούσε.Αλλά το κορίτσι δεν είχε τη να του προσφέρει παραμόνο την αγγαλιά της.Έτσι αγγαλιαζμένη και η δύο μαζι πέρασαν την νύχτα μες στο κρύο.Το αλλό πρωί που ήταν πρωτοχρονία μια γιαγιά την είδε και συγκινήθηκε,έτρεξε κοντά της και την είδε να κοιμάτε.Χωρίς να την ξυπνήσει η γιαγιά πήρε το μικρό κοριτσάκι και την πήγε στο σπίτι της.Όταν το κοριτσάκι ξύπνησε άρχησε να φοβάτε αλλά η γιαγιά της είπε πως θα είνε κοντά της και πως θα την βοηθήσει.Την πήρε, της έκανε ένα καλό ζέστο μπανάκι,της έπλεινε τα δοντάκια της,της φόρεσε καλά σκεπασμένα ρούχα,την άφησε κοντά  στο τζάκι για να ζεσταθή,της έδωσε ένα πλούσιο πρωινό και την ασφάλεια που χριαζόταν.Έτσι πέρασαν μαζι την πρωτοχρονία,η γιαγιά ποτέ δεν την παράτησε μέχρι να μεγαλώσει αλλά και γιατί έκείνη ήταν μόνοι της.                                                                                         ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΛΑΚΟΥ Β3


TO ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

 
‘Ήταν  Δεκέμβριος η τελευταία μέρα του χρόνου. Χιόνιζε ασταμάτητα και η μεγάλη πόλη είχε  σκεπαστεί με ένα κατάλευκο πέπλο , ενώ το σούρουπο έπεφτε μουντό. Στους χιονισμένους δρόμους χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά φορτωμένοι με πακέτα δώρων. Μα κανείς δεν έδινε σημασία στο μικρό κοριτσάκι με τα σπίρτα. Άδικα το μικρό ορφανό κοριτσάκι διαλαλούσε τη φτωχική πραμάτεια της και σίμωνε  δειλά τους περαστικούς, ζητώντας με σβηστή φωνή να αγορά σουν ένα κουτάκι με σπίρτα. Άδικα ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει, αφού δεν είχε κανέναν στο κόσμο. Νύχτωνε και όλοι βιάζονταν να επιστρέψουν στα ζεστά τους σπίτια, στην οικογενειακή τους θαλπωρή, στο γιορτινό τραπέζι με τα ωραία φαγητά και  το όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι διαβάτες ήταν τυλιγμένοι με τα ζεστά τους πανωφόρια, τα μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ως  τα αυτιά και τα κασκόλ γύρω από το λαιμό τους. Ξαφνικά μια γιαγιούλα την πλησίασε και της είπε αν θέλει να πάει να μήνη μα ζει της γιατί  δεν έχει κανέναν και μένει μόνη της. Το κορίστα φυσικά και δέχτηκε και η γιαγιά την πήρε μαζί της και της έδωσε κάτι να φάει και να πιει. Τότε το κοριτσάκι πήγε κοντά στην σόμπα για να ζεσταθεί  και κοιμήθηκε. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα.       
ΘΕΟΔΩΡΑ ΦΑΚΑ Β3
 
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Στους χιονισμένους δρόμους της Αθήνας ένα φτωχό κοριτσάκι περιπλανιόταν μόνο του με τα λίγα παλιά και σκισμένα ρούχα και παπούτσια που φορούσε προσπαθώντας να πουλήσει τα ελάχιστα υπάρχοντά του, λίγα σπιρτόκουτα και χαρτομάντιλα. Ήλπιζε πώς αυτήν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μέρες που ήταν οι περαστικοί όλο και κάτι θα αγόραζαν από αυτήν για να την βοηθήσουν. Ο πατέρας της ήταν άνεργος και η μητέρα της που δούλευε ως καθαρίστρια ήταν βαριά άρρωστη στο κρεβάτι. Ζούσαν σε μία πολύ φτηνή γκαρσονιέρα που νοίκιαζαν, χωρίς θέρμανση στην Κυψέλη.
Παγωμένη από το κρύο και το χιόνι κάθισε σε μια γωνιά έξω από ένα πολύ πλούσιο σπίτι να ξαποστάσει. Παρατηρούσε τους περαστικούς να περνάνε βιαστικοί με τα ζεστά πανωφόρια τους, τις μπότες τους, και τα γάντια τους. Ήταν γεμάτοι δώρα στα χέρια τους κουτά με γλυκά, κρασιά και ότι άλλο ήταν απαραίτητο για το Πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Το μικρό κοριτσάκι τους κοιτούσε με λαχτάρα και ευχόταν να είχε και αυτή κάτι από όλα αυτά, να γινόταν καλά η μαμά της και ο μπαμπάς της να έβρισκε δουλειά. Με την αχνή φωνούλα της σχεδόν ψιθύριζε στους περαστικούς να αγοράσουν κάτι. Αλλά ποιος είχε ανάγκη τέτοια μέρα από ένα κουτί σπίρτα ή ένα πακέτο χαρτομάντιλα;
Η ώρα περνούσε και δεν είχε πουλήσει τίποτα. Φοβόταν να γυρίσει σπίτι και να πει απογοητευμένη στους γονείς της ότι δεν είχε βγάλει ούτε 1ευρώ. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι αφού οι περισσότεροι ήταν μες τα ζεστά σπίτια τους και γιόρταζαν. Κουρασμένη όπως ήταν την πήρε ο ύπνος έξω από εκείνο το αρχοντικό σπίτι. Οι καλεσμένοι ξεκίνησαν να καταφθάνουν για να γιορτάσουν την αλλαγή του χρόνου και ούτε που πρόσεξαν το μικρό κοριτσάκι έτσι όπως ήταν κουρνιασμένο στην άκρη του σπιτιού.
Μόλις είχε ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση από τον δήμαρχο της πόλης για την αλλαγή του χρόνου. Το κοριτσάκι δεν κατάλαβε τίποτα αφού κοιμόταν και έβλεπε ένα πολύ ωραίο όνειρο. Ονειρευόταν ότι ζούσε μαζί με την οικογένειά της σε ένα μεγάλο σπίτι και γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά όλοι μαζί πίνοντας, τρώγοντας και τραγουδώντας.
Ξαφνικά ξύπνησε τρομάζοντας από τα πυροτεχνήματα και τότε κατάλαβε πως μόλις είχε αλλάξει ο χρόνος. Δεν είχε σε ποιον να ευχηθεί καλή χρονιά, και τότε άκουσε φωνές και γέλια από την πόρτα του σπιτιού. Οι νοικοκυραίοι και οι καλεσμένοι είχαν βγει έξω στον κήπο για να δουν τα πυροτεχνήματα. Τότε ένας από αυτούς είδε το μικρό κοριτσάκι και το λυπήθηκε. Φώναξε και τους άλλους και αποφάσισαν να το κρατήσουν και να το βοηθήσουν. Της έδωσαν να φάει, της προσέφεραν ζεστά ρούχα και της έστρωσαν να κοιμηθεί.
Το επόμενο πρωί το κοριτσάκι ξύπνησε, ευχαρίστησε τους νοικοκυραίους και τους εξήγησε πώς είχε η κατάσταση, δηλαδή ότι ο πατέρας της ήταν άνεργος, η μητέρα της άρρωστη και ότι έτρωγαν από τα συσσίτια του δήμου. Έτσι τους ικέτευσε να αγοράσουν κάτι από αυτά που πουλούσε. Αυτοί αποφάσισαν να βοηθήσουν το κοριτσάκι και του είπαν να έρχεται στο σπίτι τους κάθε μεσημέρι και να παίρνει φαγητό για αυτήν και την οικογένειά της. Επίσης αποφάσισαν να προσλάβουν τον μπαμπά της στην εταιρεία που δουλεύουν και να βοηθήσουν την μητέρα της να γίνει καλά πηγαίνοντας την σε μια κλινική.
Το κοριτσάκι συγκινήθηκε με την την καλή τους πράξη και τους αγκάλιασε σφιχτά. Αυτοί ανταπέδωσαν πρόθυμα. Έτσι από τότε το κοριτσάκι δεν ξαναβγήκε στους δρόμους να πουλήσει σπίρτα και χαρτομάντιλα και έζησε μαζί με την οικογένειά της χαρούμενα και ευτυχισμένη.
ΜΑΤΙΝΑ ΤΖΙΜΟΥΡΤΟΥ Β3
 

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΙΣ ΛΑΜΠΑΔΕΣ
 
Ηταν ανασταση και ολοσ ο κοσμοσ περπατουσε βιαστικα στουσ δρομουσ,κρατωντασ λαμπαδεσ και φαναρακια.η νυχτα εκεινη ηταν κρυα και ο αερασ δυνατοσ.
Ολοι περπατουσαν ευτιχισμενοι περιμενοντασ με ανυπομονησια τισ γιορτινεσ ωρεσ που πλησιαζαν.Ολοι εκτοσ απο ενα φτωχο κοριτσι πουπουλουσελαμπαδεσ.Τριγυρνουσε χωρισ ενα σκουφο να προστατευει το κεφαλι τησ απο το κρυο.Στα ποδια τησφορουσε ενα ζευγαρι παλια μεγαλα σταρακια,που ηταν δωρο τησ θειασ τησ,καποτε ομωσ ειχε χασει τη μια καθωσ ετρεχε να αποφυγει μια μηχανη που κοντεψε να τη πατησει.
Μεσα στη σκισμενη τσαντα τησ κουβαλουσε μερικεσ λαμπαδεσ που τισ πουλουσε στουσ περαστικουσ εκεινη τη νυχτα.Εκεινοι ομωσ τη προσπερνουσαν και μερικοι τη κοροιδευαν κιολασ.
Εκεινο το βραδυ δε καταφερε να πουλησει ουτε μια λαμπαδα.Ετσι δε μπορουσε να επιστρεψει στο σπιτι τησ γιατι φοβοταν πωσ ο πατριοσ τησ θα τη μαλωνε.
Αφου περπατησε πολυ ωρα αποφασισε να κατσει σε μια γωνια του δρομου.Η καημενη,αυτο που τησ ελειπε περισσοτερο δεν ηταν τα πλουσια γευματα και τα φανταχτερα ρουχα αλλα η ζεστασια ενοσ σπιτικου και η αγαπη.
<<ισωσ αν αναβα μια λαμπαδα,θα μπορουσα να ζεσταθω εστω και λιγο>>,σκεφτηκε.Εβγαλε λοιπον τον αναπτηρα που ειχε απο τη θεια τησ,και αναψε τη λαμπαδα. Το λαμπρο φωσ τησ αλλαξε εντελωσ τη σκοτεινη και παγωμενη εικονα τησ γωνιασ οπου ειχε κατσει το κακομοιρο κοριτσι.
Η μικρη φανταστηκε οτι καθονταν κοντα σε ενα τεραστιο σωμα του καλοριφερ και οτι ζεστενονταν.Η ζεστη την τυλιγε στην αγκαλια τησ.Ομωσ η λαμπαδα εσβησε και μαζι και το ονειρο τησ.
Παιρνοντασ κουραγιο ,το κοριτσι εβγαλε αλλη μια λαμπαδα και την αναψε με τον αναπτηρα.Αυτη τη φορα το φωσ ηταν τοσο εκτυφλωτικο που ο τοιχοσ του σπιτιου εγινε διαφανησ και το κοριτσι βρεθηκε μαζι με τα αδελφια τησ καθισμενη σ'ενα μεγαλο τραπεζι με σαλατεσ ,μαγειριτσα,κουλουρια και πασχαλινα αβγα.
Ομωσ,την ωρα που ηταν ετοιμη να γραπωσει το κουταλι τησ,η λαμπαδα εσβησε και τησ εμεινε μονο λιγο λιωμενο κερι.
Τοτε αναψε μια τριτη λαμπαδα και μεσα απο τη λαμψη τησ,εμφανιστηκε η θεια τησ.Η θεια τησ ειχε πεθανει εδω και καιρο,και ηταν ο μονοσ ανθρωποσ που την ειχε αγαπησει.
-θεια μου,τησ ειπε το κοριτσι.Παρε με μαζι σου,εκει,ψηλα στον ουρανο.Μην με αφησεισ εδω που κρυωνω και κανεισ δε με αγαπα.Η θεια πηρε το κοριτσι στα χερια τησ και την ανεβασε μαζι τησ στον ουρανο.
καποιοι που επεστρεφαν μετα την ΑΝΑΣΤΑΣΗ ,βρηκαν το σωμα του πεθαμενου κοριτσιου.Το προσωπακι της ηταν ευτιχισμενο.
 
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ Β3


Ήταν Δεκέμβριος,η τελευταία μέρα του χρόνου.Χιόνιζε από την προηγούμενη μέρα και όλος ο κόσμος ήταν έξω είτε για ψώνια είτε επειδή έπαιζαν χιονοπόλεμο.Ήταν όλοι χαρούμενοι λόγω των εορτών πράγμα που ξεχνούμε τα προβλήματα που βιώνουμε την σημερινή εποχή.Κρατούσαν δώρα για την Πρωτοχρονιά.Όμως,μια οικογένεια κοιμόταν στους δρόμους σκεπασμένη με μια κουβέρτα ζητώντας τουλάχιστον ένα κομμάτι ψωμί.Έλλειπε μόνο ένα μέλος της.Αυτό πλέον είχε τη δικιά του οικογένεια και το δικό της σπίτι χωρίς όμως να ασχολείται με την υπόλοιπη οικογένειά της .Οι γονείς της έβλεπαν τους περαστικούς με τα ζεστά ρούχα τους,τα μπουφάν τους ,τα γάντια φορεμένα στα χέρια τους και εύχονται να είχαν και αυτοί.Έβγαζαν το κέρδος τους πουλώντας σπίρτα.Όμως ποιος θα αγόραζε τα σπίρτα τέτοια ώρα?Ερχόταν όλο αναμνήσεις από τις οικογενειακές στιγμές που έζησαν.Η κόρη τους καθώς διασκέδαζε στο σπίτι της ήρθαν στο μυαλό οι αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια και ξεχνούσαν πόσο χαρούμενη θα ήταν αν ήταν οι οικογένεια μαζί της.Για αυτό ξεκίνησε να βρει στους δρόμους και να τους προσφέρει ένα πιάτο φαί,λίγη ζεστασιά.Καθώς περνούσε η ώρα η ελπίδα της σιγά σιγά μειώνονταν και ήταν έτοιμη να τα παρατήσει.Όμως, σε ένα σοκάκι του δρόμου βλέπει την οικογένειά της.Τρέχει γρήγορα να τους μαζέψει και να τους βάλει στο αυτοκίνητο της για να γιορτάσουν όλοι μαζί.Φτάνοντας στο σπίτι χαρούμενη που βρήκε την οικογένειά της γιόρταζαν όλοι μαζί τον ερχομό του νέου έτους.

Παγώνα Ράπτη

Ήταν Δεκέμβριος, η τελευταία μέρα του χρόνου.Έβρεχε ακατάπαυστα και η μεγάλη πόλη έμοιαζε στο μεγαλύτερο μέρος της σαν μικρές λιμνούλες, ενώ το σούρουπο έπεφτε μουντό.Στους βροχερούς δρόμους χαρούμενοι λόγω των εορτών αλλά και στεναχωρημένοι λόγω της οικονομικής κρίσης διαβάτες κρατούσαν ελάχιστες σακούλες από τα γιορτινά τους ψώνια.Μέσα σε αυτούς και ένα διαφορετικό κοριτσάκι.Ήταν ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που είχε πολλούς υπηρέτες τόσο να την υπηρετούν όσο και να της κρατούν τις σακούλες από τα ψώνια,ενώ φορούσε και πολύ φανταχτερά ρούχα.Απ΄ότι φαίνεται αυτήν και την οικογένειά της δεν τις έχει επηρεάσει η οικονομική κρίση.Όταν νύχτωσε όλοι έτρεξαν να πάνε στο σπιτικό τους που μπορεί να είχε λίγες λιχουδιές αλλά είχε όλη την οικογένεια μαζεμένη γύρω από το τραπέζι ενώ το πλούσιο κοριτσάκι θα είχε ένα τραπέζι γεμάτο λιχουδιές αλλά θα περνούσε αυτή τη μέρα ολομόναχη.Ξαφνικά,χτύπησε το τηλέφωνο του κοριτσιού και τι να ακούσει "Η οικογένειά της χρεοκόπησε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και ήταν αναγκασμένη να πουλήσει σπίρτα.Στεναχωρημένη από την είδηση που άκουσε βγήκε στο τσουχτερό κρύο και καθόταν σε μια γωνιά πουλώντας σπίρτα.Όμως, ήταν βράδυ Παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλοι ήταν στα σπίτια με την οικογένειά τους και περίμεναν την έναρξη του νέου έτους.Περιμένοντας στο κρύο το κοριτσάκι άναψε ένα σπίρτο και στο μυαλό του πέρασαν οι ζεστές αλλά μοναχικές μέρες που περνούσε στο γεμάτο ανέσεις σπίτι της.Τότε ένα δάκρυ κύλησε στα ροδαλά μάγουλα της και το σπίρτο έσβησε.Άναψε άλλα δύο σπίρτα προκειμένου να ζεσταθεί και κάθε φορά της ερχόταν ωραίες πρωτοχρονιάτικες φαντασιώσεις που κάποια στιγμή στη ζωή της ήταν μiα πραγματικότητα.Καθώς περνούσε η ώρα από κάθε γωνιά της μεγάλης πόλης ακούγονταν πρωτοχρονιάτικα τραγούδια και γέλια.Εκείνη την στιγμή το κοριτσάκι ένιωσε ένα πόνο στην μικρή της καρδούλα και άρχισε να σπαράζει σε κλάματα ενώ σκεφτόταν πως ποτέ δεν είχε κανένα δικό της άνθρωπο δίπλα της καθώς συνέχεια ήταν μόνη της.Μέσα σε αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού.Όταν ξύπνησε το πρωί το κοριτσάκι βρισκόταν σε ένα ζεστό κρεβάτι και από πάνω της στέκονταν οι νοικοκυραίοι του σπιτιού περιμένοντας να ξυπνήσει.Μόλις συνήλθε οι νοικοκυραίοι την πήραν αμέσως αγκαλιά.Τότε, το κοριτσάκι δάκρυσε καθώς δεν είχε ξανανιώσει ποτέ στη ζωή τέτοια αγάπη και στοργή μέσα σε μια οικογένεια.Από τότε το κοριτσάκι έζησε σε αυτό το σπίτι και ήταν πάντοτε ευτυχισμένο.

Ασημίνα Ράπτη 




Η ΛΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ




Ήταν Ιούλιος. Ο πιο ζεστός μήνας του έτους . Η πόλη ήταν έρημη , γιατί οι άνθρωποι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους λόγω καύσωνα . Στα σοκάκια λίγοι άνθρωποι βάδιζαν βιαστικά προκειμένου να περάσουν το μεσημέρι τους μέσα στα δροσερά σπίτια τους.Μα κανένας δεν έδινε σημασία στη μικρή κοπέλα με τα τριαντάφυλλα . Όλοι οι κόποι της μικρής Λίνας που έκανε πολλές προσπάθειες να πουλήσει έστω και ένα μπουκέτο μπουμπούκια έπεσαν στο κενό . Το μόνο που κατάφερε ήταν να πουλήσει μόνο ένα μπουκέτο και αυτό με πολύ κόπο . Οι άνθρωποι δεν είχαν ώρα για μια πλανόδια πωλήτρια .

Οι περαστικοί ήταν με κοντομάνικα και αμάνικα . Η Λίνα ήταν εκτεθειμένη στον ήλιο γιατί όπου υπήρχε ίσκιος υπήρχαν και τραπεζάκια καφετέριας ή όταν η μικρούλα πήγαινε κάτω από τέντες μαγαζιών οι μαγαζάτορες την έδιωχναν αμέσως .

Τα αυτοκίνητα κατευθύνονταν προς την παραλία , για το καλοκαιρινό μπάνιο των ανθρώπων στη θάλασσα . Η Λίνα πήγε σε εκείνο το δρόμο μήπως πουλήσει κάτι αλλά τίποτα . Οι οδηγοί έκλειναν κατευθείαν τα παράθυρα για να αποφύγουν την ανεπιθύμητη θέα της κοπέλας .

Κόντευε βράδυ . Η Λίνα περιφέρονταν σε όλη την πόλη με τα τριαντάφυλλά της. Το βράδυ θα το περνούσε όπως όλα τα άλλα .Αλλά όμως η βροχή της χάλασε τα σχέδιά της και έτσι θα αναγκαζόταν να κοιμηθεί στις οικοδομές. Οι γονείς της την παράτησαν, όταν ήταν μωρό και τη μεγάλωνε η γιαγιά της, η οποία πέθανε.

Η κυρία Σοφία είναι η κυρία, η οποία μένει σε ένα σπίτι κοντά στη λεωφόρο, που πουλούσε η Λίνα τα τριαντάφυλλά της . Η Σοφία είναι μια γυναίκα σε ηλικία σαράντα πέντε χρονών , δεν έχει παιδιά και περνά τις περισσότερες ώρες μόνη της . Από το παράθυρο είδε τη μικρή και της άνοιξε την πόρτα . Η Λίνα ήταν μεθυσμένη από τη μυρωδιά της κουζίνας, που μύριζε σπιτική τάρτα . Της έδωσε καθαρά ρούχα και της έστρωσε το κρεβάτι να κοιμηθεί .Η Λίνα είχε πολύ καιρό να νιώσει τη ζεστασιά και τη στοργή ενός κοντινού ανθρώπου. Το ίδιο και η Σοφία .
Από εκείνη την ημέρα και μετά η Σοφία δεν αποχωρίστηκε ποτέ της τη Λίνα . Η Λίνα ένιωθε τη Σοφία σαν τη πραγματική της μητέρα και η Σοφία τη Λίνα σαν πραγματική της κόρη . Το μικρό κορίτσι βρήκε επιτέλους τη θαλπωρή που τόσο πολύ αναζητούσε, βρήκε τη ζεστή αγκαλιά που επιθυμούσε και ένα λόγο για τον οποίο άξιζε να ζει και να υπάρχει.



Η ζωή της Σοφίας απέκτησε νόημα ,είχε αποκτήσει το παιδί που τόσο πολύ ονειρευόταν να φροντίζει, της δόθηκε η ευκαιρία να προσφέρει αγάπη…Η Σοφία επιμελήθηκε την ανατροφή και τη μόρφωση της Λίνας και σιγά- σιγά μετά από χρόνια η Λίνα δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από όλα τα κορίτσια της ηλικίας της

και οι δύσκολες στιγμές που πέρασε ξεχάστηκαν σαν ένα κακό όνειρο…..

ΑΡΓΥΡΑΚΟΥΛΗ ΕΒΕΛΙΝΑ Β1



Ήταν Δεκέμβριος, παραμονή Χριστουγέννων. Χιόνιζε ασταμάτητα και η μεγάλη πόλη είχε σκεπαστεί με ένα κατάλευκο πέπλο, ενώ το σούρουπο έπεφτε μουντό. Στους χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, να προλάβουν να αγοράσουν όλα τα δώρα για τους δικούς τους. Να προλάβουν να αγοράσουν όλα τα φαγητά για το γιορτινό τραπέζι. Οι ήδη φορτωμένοι φανταχτερά δώρα έψαχναν να βρουν και άλλα δώρα, να γεμίσουν τις γιορτινά ζωγραφισμένες σακούλες τους ακόμη πιο πολύ. Κανένας όμως δεν πρόσεξε ένα ρακένδυτο κοριτσάκι που προσπαθούσε να πουλήσει τα σπίρτα του. Όσο και αν φώναζε, λέγοντας ότι δεν ζητιανεύει αλλά ήθελε να πουλήσει τη φτωχική πραμάτεια για να ζήσει κανένας δεν την πρόσεχε.

Η ώρα είχε ήδη περάσει και το καημένο παιδάκι κατάλαβε ότι κανένας δεν θα αγόραζε τα σπίρτα του. Την παραμονή της πιο πλούσιας γιορτής του έτους κανένας δεν θα αγόραζε σπίρτα ενώ στο σπίτι του τον περίμενε μία μεγάλη φωτιά δίπλα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η φτωχή μικρούλα πάλι θα γυρνούσε σε εκέινη την κακή κυρία που την εμπιστεύτηκε η καημένη η μαμά της πριν τη νικήσει η ανίατη αρρώστια. Και αυτή η κυρία θα απογοητευόταν τόσο πολύ που και πάλι θα τη μαύριζε στο ξύλο και θα την άφηνε στο δρόμο. Όχι, ειδικά μία τόσο παγωμένη νύχτα! Το κορίτσι έβαλε τα δυνατά της να μην αφήσει και πάλι τα καυτά δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά της. Ξέρει ότι δεν ωφελεί!

Όμως τι να κάνει; Στάθηκε σε μία γωνιά και κοίταξε στο εσωτερικό ενός σπιτιού. Μία μαμά αγκάλιασε το μικρό παιδάκι της για να μην κρυώσει. Τα μάτια της μικρούλας με τα σπίρτα βούρκωσαν. Τότε κάθισε στο πλατύσκαλο ενός άλλου σπιτιού και έβγαλε ένα σπίρτο. Δεν μπορούσε να αντέξει το κρύο πια. Η κακή κυρία δε θα το καταλάβαινε.

Καθώς άναψε το σπίρτο, με τα μάτια της φαντασίας της η μικρούλα μες στη λάμψη είδε μία εικόνα γεμάτη ομορφιά, τρυφερότητα και ευτυχία. Είδε ότι ήταν και πάλι με την οικογένειά της σε ένα γιορτινό, στολισμένο τραπέζι. Ύστερα όμως, η φλόγα τρεμόπαιξε και έσβησε.

Η μικρούλα δε δίστασε να ανάψει και δεύτερο σπίρτο. Η εικόνα της οικογένειάς της ξαναεμφανίστηκε. Αυτή τη φορά αυτή έλειπε από εκεί. Ύστερα όμως, η φλόγα τρεμόπαιξε και έσβησε.

Έκλεισε τα μάτια της και είδε χίλια σπίρτα να περιτριγυρίζουν το ίδιο γιορτινό τραπέζι. Τώρα όμως ήταν αληθινό. Πήγε και κάθισε μαζί με τους δικούς της. Τώρα πια ήταν ευτυχισμένη. Ούτε κρύωνε, ούτε πεινούσε, ούτε ένιωθε μόνη πια.

                                                                                                              Ραχοβίτσα Αννίτα Β3


       Ήταν Δεκέμβριος. Η Λάρισα ήταν στρωμένη από χιόνι! Όλες οι οικογένειες βρίσκονταν στους δρόμους χαζεύοντας τις βιτρίνες και διαλέγοντας τα δώρα των Χριστουγέννων.
       Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μόνο το κοριτσάκι τους έβλεπε έρημους λόγω τις φτώχιας που βίωνε πουλώντας σπίρτα στα πεζοδρόμια. Ενώ όλα πήγαιναν τέλια για όλους αυτή ήταν δυστυχισμένη! Ώσπου μια μέρα πέρασε μια κυρία από μπροστά της. Εκείνη παρακαλούσε : «Αγοράστε ένα κουτάκι σπίρτα. Σας παρακαλώ!» Η κυρία την ρώτησε πόσων χρονών είναι και εκείνη της απάντησε 14. Εκείνη , αμέσως την σήκωσε από κάτω και την πήρε μαζί της. Το κοριτσάκι την ακολούθησε. Μετά από λίγα λεπτά έφτασαν σε ένα μεγάλο εστιατόριο. Εκεί έκατσαν , έφαγαν περνώντας δύο ώρες  συζήτησης. Αφού η γυναίκα κατάλαβε την άσχημη κατάσταση του κοριτσιού το γύρισε πίσω στο σπίτι του. Αυτή η κυρία τελικά ήταν μια πλούσια ιδιοκτήτρια εταιρίας και έτσι μπόρεσε να δώσει ένα χρηματικό ποσό στην μητέρα του κοριτσιού. Η γυναίκα αυτή έμεινε στο μυαλό του κοριτσιού γιατί με αυτά τα χρήματα που έδωσε στην μητέρα της πήρε ένα χριστουγεννιάτικο δώρο μετά από πολλά χρόνια!
        Εκείνος ο χειμώνας δεν ήταν πια τόσο ψυχρός για αυτή!
Βαγγέλης Χριστοδούλου
Τμήμα: Β3

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και οι δρόμοι της χιονισμένης Αθήνας είχαν ήδη ερημώσει. Όλοι βρίσκονταν σε ρεβεγιόν με φίλους και οικογένεια και γλεντούσαν. Άλλοι πάλι, στόλιζαν το δέντρο τους γεμάτη χαρά ακούγοντας μουσική και τσιμπολογώντας μελομακάρονα. Από τα φωτισμένα παράθυρα έρχονταν ήχοι από γέλια και τραγούδια. Όλοι ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τη μεγάλη μέρα, που θα φάνε γαλοπούλα και άλλες νοστιμιές. Μόνο ένα κοριτσάκι φαίνεται να μη διασκέδαζε την φοβερή αυτή βραδιά. Καθόταν δίπλα στο παράθυρο λυπημένο με την κουρελιασμένη της μπλούζα και το σκισμένο παντελόνι της, τα οποία σίγουρα δεν την προστάτευαν από το κρύο και προσπαθούσε σκληρά για να μην ακουμπήσει τα ξυπόλητα πόδια της στο παγωμένο έδαφος. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα όλη την ημέρα και φοβόταν να γυρίσει σπίτι, γιατί ο πατέρας της σίγουρα θα θύμωνε. Έτσι κι αλλιώς, στην υγρή και σκοτεινή σοφίτα που έμενε δεν θα ήταν πολύ πιο ζεστά. Τα δάχτυλα της μικρής είχαν παγώσει. Αν άναβε ένα από τα σπίρτα; Σκέφτηκε ότι ήταν κακή ιδέα, γιατί ο πατέρας της θα οργίαζε κυριολεκτικά αν το μάθαινε αυτό. Όμως, αφού ήταν ο μόνος τρόπος να ζεσταθεί, έστω και όσο πατάει η γάτα, έβγαλε ένα σπίρτο και το άναψε. Τι όμορφη ζεστή και κόκκινη φλόγα! Η μικρή την έκλεισε στη χούφτα της και ξαφνικά είδε μέσα στο φως της να καίει ένα μεγάλο λαμπερό τζάκι. Πάνω στο τζάκι ήταν κρεμασμένες κάτι κατακόκκινες χριστουγεννιάτικες κάλτσες, που περίμεναν εκεί τον Άγιο Βασίλη, να αφήσει τα δώρα σε αυτές. Επίσης, στο τζάκι ήταν ακουμπισμένα γλυκά πάνω σε μία τεράστια, όμορφη πιατέλα. Το κοριτσάκι άπλωσε τα χέρια στη ζεστή θαλπωρή του, αλλά ακριβώς τότε το σπίρτο έσβησε και η εικόνα χάθηκε. Το βράδυ φαινόταν τώρα πιο σκοτεινό και το κρύο γινόταν πιο τσουχτερό. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμάκι της μικρής. Αφού δίστασε για αρκετή ώρα, άναψε ακόμα ένα σπίρτο. Αυτή το φορά η λάμψη μεταμορφώθηκε σε μια τεράστια τζαμαρία. Πίσω από αυτήν βρισκόταν στρωμένο ένα γιορτινό τραπέζι γεμάτο φαγητά και φωτισμένο από ένα κηροπήγιο. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ποικιλία φαγητών για ολόκληρο στρατό, όπως γαλοπούλα, πατάτες και άλλα πολλά πεντανόστιμα τρόφιμα, που όμως το κοριτσάκι ήξερε ότι ποτέ δεν θα είχε. Με τα χέρια ανοιχτά προς τα φαγητά η μικρή πέρασε μέσα από το τζάμι αλλά και αυτό το σπίρτο έσβησε και η μαγική σκηνή μαζί του. Η καημενούλα, μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα είχε πάρει μια γεύση από όλα όσα της είχε αρνηθεί η ζωή της: ζεστασιά και καλό φαγητό.  Οι γονείς της δεν είχαν ποτέ χρήματα για κάτι τέτοιο, αφού ο πατέρας της ήταν άνεργος και η μαμά της έβγαζε μεροκάματο μόνο από το να καθαρίζει σπίτια και σκάλες. Όσο για τα δώρα; Αυτό και αν ήταν ένα άπιαστο όνειρο για εκείνη. Το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει και έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο, ελπίζοντας να γνωρίσει κι αυτή για λίγο τόση ευτυχία. Άναψε το τρίτο σπίρτο και τότε συνέβη κάτι ακόμα πιο θαυμαστό: Μπροστά της είχε τώρα ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο με εκατοντάδες κεριά, παιχνίδια και πολύχρωμες μπάλες. "Τι όμορφο" αναφώνησε η μικρή κρατώντας ακόμα το σπίρτο. Το σπίρτο της έκαψε το δάχτυλο και έσβησε κι αυτό με τη σειρά του. Το φως των χριστουγεννιάτικων κεριών ανέβηκε ψηλά, ψηλότερα, όλο και πιο ψηλά και τότε ένα από τα φώτα έπεσε, αφήνοντας μια γραμμή πίσω του. "Κάποιος πεθαίνει" σιγομουρμούρισε το κοριτσάκι. Όπως έλεγε η αγαπημένη της γιαγιά: "Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια καρδιά σταματάει να χτυπάει". Σαν υπνωτισμένη η μικρή άναψε ένα ακόμα σπίρτο. Αυτή τη φορά είδε τη γιαγιά της. "Γιαγιά, μείνε μαζί μου" ικέτευσε και άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να μην εξαφανιστεί και η γιαγιά όπως οι προηγούμενες εικόνες. Η γιαγιά δεν εξαφανίστηκε, αλλά την κοίταζε χαμογελαστά. Άνοιξε τα χέρια της και η μικρή την αγκάλιασε κλαίγοντας: "Γιαγιά, πάρε με μαζί σου". Ξημέρωσε ένας χλωμός ήλιος πάνω στους παγωμένους δρόμους της πόλης. Στο έδαφος το άψυχο σώμα ενός μικρού κοριτσιού, περικυκλωμένο από χρησιμοποιημένα σπίρτα. "Καημενούλα" είπε ένας περαστικός. "Προσπαθούσε να ζεσταθεί". Όμως τότε, η μικρούλα βρισκόταν ήδη πολύ μακριά, κάπου όπου δεν υπάρχει κρύο, πείνα και πόνος.
Λουκάς Χριστοδούλου Β3
 
 

 

Κουϊζ δεύτερο: αντιστοίχιση



Θα βρείτε το σωστό; Κάντε κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο:










 http://uk3.hotpotatoes.net/ex/95537/WJIOQKRU.php

Ασκηση δεύτερη



Διαλέξτε ένα αγαπημένο σας παραμύθι και αναλύστε το με βάση τις λειτουργίες του Propp.

Οι απαντήσεις σας ηλεκτρονικά στο μέιλ του προγράμματος dimiourgikigraphi.paramythi@yahoo.gr μέχρι τα μεσάνυχτα της Πέμπτης. Ως γνωστόν στη συνέχεια η άμαξα γίνεται κολοκύθα κλπ κλπ κλπ...

2. ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ.     

 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                                                                                                              Μια φορά και ένα καιρό ζούσε μιά όμορφη κοπέλα που ονομάζονταν Σταχτοπούτα. Ήταν ξανθιά με γαλανά μάτια.Όμως όταν πέθανε ή μαμά της  έμεινε μόνο με τον μπαμπά της,ο οποίος την μεγάλωσε με μεγάλη αγάπη.Μετά από λίγα χρόνια όμως ο μπαμπάς της μπαντρέφτηκε μιά άλλη γυνάικα όπου έκαναν δύο κόρες.Ενώ πέρασαν μαζί πάρα πολλά χρονία ο μπαμπάς της γέρασε και πέθανε.    

2.ΣΥΜΦΟΡΑ-ΔΥΣΤΥΧΙΑ-ΣΤΕΡΗΣΗ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                    Όμως η μητριά της Σταχτοπούτας δεν την αγαπούσε, το μόνο που της ένοιαζε ήταν τα χρήματα και η δύο κόρες της. Αφού δεν είχαν πολλά χρήματα για υπηρέτριες και επειδή δεν ήθελε να κουραστή η  ίδια και οι κόρες τις, έβαζε την Σταχτοπούτα να κάνει όλες τις δουλιές του σπιτιού.Δέν την φρόντιζε έτσι όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα της, της φέρονταν άσχημα , σαν να ήταν δούλα της,την άφηνε να κοιμάτε στο τζάκι και όχι σε κρεβάτι,την άφηνε πάντα στο κρύο και να υποφέρει.     

3. Ο ΉΡΩΑΣ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΕ ΒΑΣΑΝΑ.                                                                                                                                       Μιά μέρα ακούστηκε σ΄όλο το χωριό πώς ο πρίγκιπας θα κάνει ένα χωρό για να βρεί την γυναίκα της ζωής του. Η μητριά της Σαχτοπούτας την έβαλε να ράψει τα τρεία φορέματα τους για μία νύχτα μόνο και όταν η χιονάτι ζήτησε να πάει και αυτή στο χωρό ,εκείνη το αρνήθηκε και την είπε να κάνει όλες τις δουλιές του σπιτιού τρείς φορές.Αφού τελείωσε την δουλιά με τα φορέματα που της ανέθεσε η μητριά της ,την επόμενη μέρα περίμενε με ανηπομονησία αν θα αλάξει απόφασει η μητριά της.Το βράδυ όταν την ξαναρώτησε εκείνη νευρίασε και της ανέθεσε να κάνει όλες τις δουλιές του σπιτίου ακόμα και να καθαρήσει και τις πόρτες.                                                                                                                                                         

  4. Ο ΗΡΩΑΣ ΑΠΟΚΤΑ ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΗΘΟ.                                                                                                                                                                    Ό μαγικός βοηθός της Σταχτοπούτας είναι μια νεραίδα όπου την έστειλε ο πατερας της  για να την βοηθηση και να γλιτώσει από τα βάσανα που ζεί. Έτσι έκείνη την νύχτα ένω η Σταχτοπούτα έκλαιγε εμφανίστηκε μπροστά της η νεράϊδα η οπόια της εξήγησε τον λόγο που είναι εκεί και πώς θα την βοηθήση.Όμως εκείνει της λέει πως έχει πολλές δουλιές και πως δεν προλαβένει.Τότε η νεράϊδα με το μαγικό της ραβδί κάνει όλες τις σκούπες και τις πετσέτες να καθαρίζουν μόνα τούς, μέχρι όπου όλα καθάρισαν.Στη συνέχεια η νεράϊδα μετατρέπει την χιονάτι στην ποιό όμορφη άπ΄όλες.                                         

 5. Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΡΑΪΔΑΣ.                                                                                                                                                                      Η νεράϊδα εξήγησε στην χιονάτι για το τι θα πρέπει να κάνει και το ωράριο το οποίο έχει.                                                                   

6. Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑΣ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ.                                                                                                                                                       Όταν η χιονάτη μπένει στο παλάτι όλοι στρέφουν τα μάτια τους σε εκείνη. Όλοι προσπαθούν να την αναγνωρήσουν αλλά δεν το καταφέρνουν.Ό πρίγκιπας αφου θαμπώθηκε από την ομορφιά της της ζήτησε να χορέψουν, προκαλώντας την ζήλια των άλλων κοριτσιών. Όμως η ώρα πέρασε γρήγορα και έφτασαν τα μεσάνηχτα και η Σταχτοπούτα θημήθηκε αυτό που της είπε η νεράϊδα για της 12 η ώρα.                                                                                                                                                                                                                                 

  7. Η ΓΡΗΓΟΡΗ ΦΥΓΗ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑΣ.                                                                                                                                                                   Η Σταχτοπούτα φέυγει τρέχοντας και καταλάθος της πέφτει η γόβα της το οποίο το βρίσκει ο πρίγκιπας.Στο δρόμο μεταμορφόνεται με την προηγούμενη της κατάσταση αλλά δεν την βλέπει κανείς.Ο πρίγκιπας τρέχει να την προφτάσει αλλά πια είναι αργά και η Σταχτοπούτα έχει φύγει.Αλλά τυχαία βρήσκει την γόβα της και άρχισε να ελπίζει πώς θα την βρεί.Από την επόμενη μέρα δοκίμασε όλα τα πόδια τον κοριτσιών αλλά σε κανένα πόδι δεν ταίριαζε.                                                                                                

8. ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ.                                                                                                                                                                                             Στο τέλος ο πρίγκιπας πηγένει στο σπίτι της Σταχτοπούτας το οποίο ήταν το μοναδικό το οποίο παρέμεινε.Αλλά ούτε και στα ποδια των δύο κοριτσιών και ούτε της μητριάς της χιονάτης ταίριαζε το παπούτσι.Όταν όμως το δοκίμασε η Σταχτοπούτα της ταίριαζε και είπε στον πρίγκιπα πώς εκείνη ήταν στο χωρό.Στο τέλος ο πρίγκιπας της ζήτησε να τον μπατρεφτεί και εκείνη δέχτηκε και έτσι μπαντρέφτηκαν.                                                                                                                                                                          

 8.ΤΕΛΟΣ.                                                                                                                                                                                                                                         Η Σταχτοπούτα πήγε να ζήσει στο παλάτι , ένω η μητριά της και η κόρες της συνέχιζαν την ζωή τους στο φτωχικό τους σπίτι. Και έτσι έζησαν όλοι καλά και έμείς καλήτερα...                                                                                     

ΤΕΛΟΣ. 

 Αγγελική Πλάκου Β3


Κάποτε ,στην άκρη ενός δάσους, ζούσε με τη μαμά του ένα όμορφο κοριτσάκι. Την έλεγαν Κοκκινοσκουφίτσα επειδή φορούσε συνέχεια ένα κόκκινο σκουφάκι που της είχε χαρίσει η γιαγιά της.ΑΡΧΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Μια μέρα η μαμά της, της είπε «Κοκκινοσκουφίτσα μου η γιαγιά είναι άρρωστη. Πήγαινε να τη δεις και πάρε να της δώσεις αυτό το καλαθάκι που ετοίμασα. ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ Πρόσεχε όμως γιατί στο δάσος ζει ο κακός λύκος και είναι πολύ επικίνδυνος ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ Η Κοκκινοσκουφίτσα ξεκίνησε χαρούμενη για το σπίτι της γιαγιάς που ήταν στην άλλη άκρη του δάσους. Ξάφνου, ενώ μάζευε λουλούδια για τη γιαγιά της πετάγεται μπροστά της ο κακός λύκος. Η Κοκκινοσκουφίτσα, ξεχνώντας τη συμβουλή της μαμάς της, απάντησε στο λύκο « Πάω αυτό το καλαθάκι στη γιαγιά μου, που είναι άρρωστη» ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ Ο λύκος κοίταξε την Κοκκινοσκουφίτσα και ξερογλείφτηκε..
« Και που μένει η γιαγιά σου κοριτσάκι μου;» Η Κοκκινοσκουφίτσα του έδειξε προς τα πού ήταν το σπίτι της γιαγιάς και συνέχισε να μαζεύει λουλούδια ενώ ο λύκος έφυγε τρέχοντας. ΕΡΕΥΝΑ Σε λίγο ο λύκος είχε φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς και χτύπησε τη πόρτα. «Ποιος είναι;»
Ρώτησε η γιαγιά.
Ο λύκος, που άλλαξε τη φωνή του, είπε γλυκά:
«Είμαι η εγγονούλα σου και σου φέρνω ένα καλαθάκι από τη μαμά» «Αχ,Κοκκινοσκουφίτσα
μου εσύ είσαι;
Έλα μέσα-είπε η γιαγιά-
η πόρτα δεν είναι κλειδωμένη » Με μιας ο λύκος μπαίνει μέσα και κάνει τη γιαγιά μια χαψιά!Έπειτα φόρεσε τη νυχτικιά της και χώθηκε κάτω από τις κουβέρτες για να περιμένει την Κοκκινοσκουφίτσα. ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ Σε λίγο έφτασε στο σπίτι η Κοκκινοσκουφίτσα.
Χαιρέτησε τη γιαγιά της άλλα της φάνηκε λίγο διαφορετική όταν πλησίασε στο κρεβάτι. -Γιαγιά γιατί τα αφτιά σου είναι τόσο μεγάλα;
-Για να σ ακούω καλύτερα παιδάκι μου απάντησε ο λύκος με πιο λεπτή φωνή.
-Και το στόμα σου γιατί είναι τόσο μεγάλο;
-Για να σε φάω καλύτερα! Είπε και την έκανε μια χαψιά! ΒΛΑΒΗ Σκασμένος από το πολύ φαΐ ξάπλωσε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε. Για κακή του τύχη όμως εκείνη την ώρα περνούσε από το σπίτι ένας κυνηγός. Μπαίνει μέσα βλέπει τη φουσκωμένη κοιλιά του λύκου και κατάλαβε αμέσως τι είχε γίνει. Παίρνει λοιπόν ένα κοφτερό μαχαίρι ανοίγει τη κοιλιά του λύκου και βγάζει από μέσα την Κοκκινοσκουφίτσα και τη γιαγιά της που ευτυχώς ήταν ακόμα ζωντανές. Ευτυχισμένες που σώθηκαν, ευχαρίστησαν τον κυνηγό και η Κοκκινοσκουφίτσα υποσχέθηκε πώς από δω και πέρα θα άκουγε πάντα τις συμβουλές της μαμάς της.
ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ-Ο ΗΡΩΑΣ ΣΩΖΕΤΑΙ
 
 
Ματίνα Τζιμούρτου Β3



ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΠΟΥ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ ΚΑΙ ΖΟΥΣΕ ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΑΚΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ.

ΑΡΧΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΗΡΩΑ

ΜΙΑ ΜΕΡΑ, Η ΜΑΜΑ ΤΗΣ, ΤΗΣ ΕΙΠΕ ΝΑ ΠΑΕΙ ΕΝΑ ΚΑΛΑΘΙ ΜΕ ΦΑΓΗΤΟ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΑ ΣΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΗ, ΠΡΟΣΕΧΕ, ΟΜΩΣ, ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ Ο ΛΥΚΟΣ, ΕΙΠΕ Η ΜΑΜΑ

Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΡΩΑ

Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ, ΟΜΩΣ, ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕ ΤΗ ΜΑΜΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ. ΕΚΕΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟ ΚΑΚΟ ΛΥΚΟ. ΕΚΕΙΝΟΣ ΤΗ ΡΩΤΗΣΕ     'ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ ;'ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΗ 'ΑΠΑΝΤΑ ΕΚΕΙΝΗ .ΤΟΤΕ Ο ΚΑΚΟΣ ΛΥΚΟΣ ΕΦΥΓΕ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ

Η ΛΑΘΟΣ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΩΑ

Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ ,ΑΦΟΥ ΜΑΖΕΨΕ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ,ΠΗΓΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΗΣ .'ΓΙΑΓΙΑ, ΓΙΑΓΙΑ ,ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ 'Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΛΗΣΙΑΣΕ .'ΓΙΑΓΙΑ ΣΟΥ ΕΦΕΡΑ ΦΑΓΗΤΟ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΚΑΛΑ .ΜΑ ΓΙΑΤΙ ΕΧΕΙΣ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΑ ΜΑΤΙΑ ;'ΤΗ ΡΩΤΗΣΕ .'ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ' 'ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΕΧΕΙΣ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΑ ΑΥΤΙΑ; ''ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΑΚΟΥΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ' ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΕΧΕΙΣ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΑ ΔΟΝΤΙΑ;' 'ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΦΑΩ ΄' ΕΙΠΕ Ο ΚΑΚΟΣ ΛΥΚΟΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ.

Ο ΗΡΩΑΣ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ ΤΟΥ

ΤΟΤΕ, Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΤΡΕΧΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΦΩΝΑΖΕΙ ''ΒΟΗΘΕΙΑ' '.ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ, ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΕ ΕΝΑΣ ΚΥΝΗΓΟΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΚΥΛΟ ΤΟΥ .ΕΤΡΕΞΑΝ  ΑΜΕΣΩΣ ΝΑ ΔΟΥΝ ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ .ΜΟΛΙΣ ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ, Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟΥΣ ΕΙΔΕ ΚΑΙ ΤΡΟΜΑΞΕ. ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ ΒΟΗΘΗΣΑΝ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΝΑ ΒΓΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΤΟΥΛΑΠΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΚΛΕΙΣΕΙ  Ο ΚΑΚΟΣ ΛΥΚΟΣ .Η ΓΙΑΓΙΑ ΣΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ 

 Ο ΕΧΘΡΟΣ ΦΕΥΓΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΜΕ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ.

 

                                                                                  ΚΑΒΑΖΙΔΗ ΜΑΡΙΑ A1





Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ
ΑΡΓΥΡΑΚΟΥΛΗ ΕΒΕΛΙΝΑ  Β1
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς που είχε τρεις θυγατέρες.(:αρχική κατάσταση)
Η μικρότερη έπαιζε πάντα κοντά σ΄ ένα πηγάδι, έξω απ΄ το παλάτι, με μια χρυσή μπάλα. Κι όταν κουραζόταν από το παιχνίδι, ξάπλωνε κάτω από μια φλαμουριά, που είχε πολύ σκιά και ξεκουραζόταν. Μια μέρα όμως, εκεί που έπαιζε,της έφυγε από τα χέρια η μπάλα, κι έπεσε στο πηγάδι. (έλλειψη αγαπημένου αντικειμένου)
Κι επειδή δεν μπορούσε να την βγάλει, άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα.
Ξαφνικά, ακούστηκε μια βραχνή φωνή:
-Τι έπαθες, βασιλοπούλα και κλαις; Εκείνη γύρισε να δει ποιος της μιλούσε κι αντίκρισε ένα μεγάλο βάτραχο (είσοδος του δωρητή η οποία γίνεται κανονικά. Τον συναντάει τυχαία η βασιλοπούλα στο δάσος)
-Κλαίω, είπε η βασιλοπούλα, γιατί μου πεσε η χρυσή μου μπάλα στο νερό.
-Εγώ μπορώ να σε βοηθήσω να την ξαναπάρεις, είπε ο βάτραχος. Εσύ όμως τι θα μου δώσεις γι΄ αντάλλαγμα; (διάλογος με τον δωρητή, ο οποίος ζητά αντάλλαγμα)
-‘Ο, τι θέλεις, καλέ μου βάτραχε, απάντησε εκείνη. Να, δες, θα σου δώσω τα φορέματά μου, τα μαργαριτάρια μου και την κορώνα που φορώ. (θετική ανταπόκριση της ηρωίδας)
-Τίποτα απ΄ αυτά δε θέλω, είπε τότε ο βάτραχος. Ωστόσο, αν υποσχεθείς να μ΄ αγαπάς, κι αν δεχτείς να είμαι σύντροφος στα παιχνίδια σου, να κάθομαι στο τραπέζι σου, να τρώω στο χρυσό σου πιάτο, να πίνω από το χρυσό σου ποτήρι και να κοιμάμαι στο κρεβάτι σου, τότε θα σου φέρω τη μπάλα (υποβολή δοκιμασίας από το δωρητή)
-Ναι, καλέ μου βάτραχε, έχεις το λόγο μου. Όλα όσα ζήτησες θα γίνουν, είπε η βασιλοπούλα. Μόνο φέρε, σε παρακαλώ, τη μπάλα μου (δεύτερη θετική ανταπόκριση της ηρωίδας)
Μέσα της όμως κρυφά σκεφτόταν: «Τι ανοησίες μου λέει αυτός ο βάτραχος! Η φύση τον έπλασε να κάθεται ολημερίς με τα άλλα βατράχια στο νερό και να κράζει.Πως είναι δυνατόν να κάνει παρέα με τους ανθρώπους;» (αλαζονική σκέψη ηρωίδας-αρνητική αντίδραση της ηρωίδας)
Ωστόσο, ο βάτραχος είχε κιόλας βουτήξει στο νερό κι έφερε τη χρυσή μπάλα.Γεμάτη χαρά η βασιλοπούλα πήρε τη μπάλα κι έφυγε τρέχοντας για το παλάτι (περιορισμός της δυστυχίας)
-Έι, περίμενέ με!, φώναξε πίσω της ο βάτραχος. Εγώ δεν μπορώ να τρέχω!Εκείνη όμως δεν του έδωσε σημασία, και, πριν βραδιάσει, τον είχε κιόλας ξεχάσει. (αθέτηση της υπόσχεσης)
Την άλλη μέρα, όμως, την ώρα του φαγητού, άκουσαν στις σκάλες ένα θόρυβο–πλατς πλατς- και σε λίγο, ακούστηκαν χτύποι στην πόρτα.
-Βασιλοπούλα μου μικρή, ακούστηκε μια φωνή, άνοιξέ μου. Εκείνη έτρεξε,άνοιξε την πόρτα κι αντίκρυσε κοντά της τον βάτραχο. Τρομαγμένη του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα και γύρισε πίσω στο τραπέζι .(λεπτομέρειες σχετικές με την αρνητική αντίδραση της ηρωίδας)
Ο πατέρας της, ο βασιλιάς, βλέποντας την ταραχή της, κάτι κατάλαβε, και την ρώτησε ποιος είχε χτυπήσει την πόρτα. (εμφάνιση πατέρα βασιλιά ως βοηθού που δίνει εξέλιξη στην πλοκή)
Η βασιλοπούλα είπε τότε στον πατέρα της την ιστορία, και πως ο βάτραχος ήθελε σαν αντάλλαγμα να μένει μαζί της στο παλάτι. (διπλασιασμός της αξίωσης του δωρητή-ανταλλαγή)
Ο βασιλιάς της μίλησε αυστηρά, και της είπε ότι έπρεπε να κρατήσει το λόγο της. (διδακτικός λόγος του βοηθού-πατέρα-βασιλιά)
Έτσι, η βασιλοπούλα, αναγκάστηκε ν΄ ανοίξει. Ο βάτραχος πλησίασε, ανέβηκε πάνω στο τραπέζι και άρχισε να τρώει. (λεπτομέρειες σχετικές με την αξίωση του δωρητή-ανταλλαγή)
-Τώρα που έφαγα και χόρτασα, είπε ο βάτραχος στη βασιλοπούλα, πάμε να κοιμηθούμε στο μεταξένιο κρεβάτι σου. Εκείνη άρχισε να κλαίει και φοβόταν να πιάσει τον κρύο βάτραχο. Ξανά όμως ο βασιλιάς θυμωμένος και της είπε:
-Μην ξεχάσεις ποτέ αυτό που έταξες. Πρέπει να το κάνεις. Αν δεν ήθελες, να μην έδινες το λόγο σου. (διπλασιασμός για την τήρηση της υπόσχεσης και ανταμοιβή του βάτραχου)
Τι να κάνει η βασιλοπούλα; Έπιασε το βάτραχο με τα δυο της δάχτυλα, και τον απόθεσε σε μια γωνιά του δωματίου της. Μετά πήγε στο κρεβάτι της να κοιμηθεί. (Η υπόσχεση σιγά-σιγά ολοκληρώνεται. Θετική αντίδραση της ηρωίδας)
Μόλις, όμως, κάθησε στο κρεβάτι πλησίασε ο βάτραχος και της είπε:
Είμαι πολύ κουρασμένος και θέλω να κοιμηθώ όπως εσύ. Ξεχνάς τι μου έταξες;Πάρε με λοιπόν κοντά σου, γιατί θα πω στον πατέρα σου πως δεν κάνεις αυτά που υποσχέθηκες σε μένα, που σ΄ ευεργέτησα. (απειλή)
Τότε η βασιλοπούλα θύμωσε, άρπαξε τον βάτραχο και τον πέταξε, μ΄ όλη της τη δύναμη, απέναντι στον τοίχο.
-Α, δεν υποφέρεσαι πια με τα καμώματά σου! Φώναξε η βασιλοπούλα. Τώρα θα ησυχάσεις, θες δε θες! Επιτέλους να μπορέσω και εγώ να κοιμηθώ ήσυχη. Ο βάτραχος, που είχε χτυπήσει στον τοίχο άφηνε μικρές κραυγές. (λεπτομέρειες σχετικά με τη συνέχιση της αρνητικής αντίδρασης της ηρωίδας)
Στο μεταξύ η βασιλοπούλα πλησίασε στο κρεβάτι της και αποκοιμήθηκε. Ο βάτραχος κλαψούρισε λιγάκι ακόμα πονεμένα αλλά, στο τέλος αποκοιμήθηκε και αυτός. Ωστόσο, στη διάρκεια της νύχτας ο μικρούλης βάτραχος μεταμορφώθηκε σ΄ ένα λυγερόκορμο παλικάρι, ένα πανώριο βασιλόπουλο. (μαγική μεταμόρφωση του δωρητή σε ήρωα του παραμυθιού)
Σαν ξύπνησε η βασιλοπούλα και τον είδε, θαμπώθηκε από την ομορφιά του. Τότε το βασιλόπουλο της διηγήθηκε πως πριν πολλά χρόνια, τον είχε μαγέψει μια κακιά μάγισσα, αλλά επειδή αγάπησε αυτήν, λύθηκαν τα μάγια.(η αγάπη ως μαγικός καταλύτης: η αγάπη σταματά κάθε κακό)
Αμέσως μετά την ζήτησε σε γάμο, και η βασιλοπούλα δέχτηκε, μ΄ όλη της την καρδιά. Έτσι, την άλλη κιόλας μέρα θα έφευγαν για το βασίλειό τους…
Σαν έφτασαν στο νέο τους βασίλειο έκαναν τους γάμους και έζησαν, πια την υπόλοιπη ζωή τους, αγαπημένοι και ευτυχισμένοι. (ο γάμος)

 


ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΝΑ ΑΠΟΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΕΤΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
 
1- Ζούσε κάποτε σε μια μακρινή χώρα ένας καλός κι ευγενικός έμπορος με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη. – αρχική κατάσταση 
 

2-
Η γυναίκα του όμως αρρώστησε και πέθανε κι ο άντρας της αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, για να έχει η αγαπημένη του κόρη μια μητέρα. Δεν ήξερε όμως τι τον περίμενε... Η νέα του γυναίκα ήταν κακιά και φαντασμένη και οι δύο της κόρες ήταν όμορφες στην όψη μα άσχημες στην καρδιά. Συμφορά- εμφάνιση του κακού 
 

3-
Δε πέρασε λίγος καιρός και ο έμπορος έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι. Έτσι άφησε τη κόρη του μόνη με τη μητριά και τις δυο της κόρες. Αναχώρηση πατέρα
 
 
 4-Μόλις έφυγε ο πατέρας της η μητριά,που ζήλευε τη κοπέλα γιατί ήταν όμορφη και καλή,την έντυσε με κουρέλια και την έβαζε να κάνει όλες τις δουλείες του σπιτιού σαν να ήταν υπηρέτρια. Της φερόταν πολύ άσχημα και επειδή η καημένη ήταν συνέχεια κουρασμένη και βρόμικη από τις στάχτες της κουζίνας τη φώναζαν Σταχτοπούτα. Εμφάνιση Ήρωα
 
5-Μια μέρα ο βασιλιάς της χώρας αποφάσισε να διοργανώσει ένα μεγάλο χορό για να βρει γυναίκα ταιριαστή για το γιο του τον πρίγκιπα. Ανακοίνωση του χορού- ανακοίνωση της δοκιμασίας

 
6-  Μόλις άκουσαν τα νέα οι αδερφές τις Σταχτοπούτας άρχισαν αμέσως να ετοιμάζονται για το χορό. Η μητέρα τους πίστευε πως σίγουρα μια απο τις δύο τους θα γινόταν πριγκίπισσα. Επιθυμία των ανταγωνιστών να παραβρεθούν στη γιορτή και να πάρουν το έπαθλο.
 
 7-Η Σταχτοπούτα δούλεψε πολύ σκληρά για να ετοιμάσει τα φουστάνια τους και να τις κάνει όμορφες για το χορό. Βοήθεια του καλού στους ανταγωνιστές.
 
 8-Κι όταν ρώτησε τη μητριά της αν μπορούσε να έρθει και αυτή μαζί τους, εκείνη όλο κακία γέλασε και είπε:Είσαι πολύ άσχημη και πολύ βρόμικη για να σε πάρουμε μαζί μας Σταχτοπούτα. Θα μείνεις κλειδωμένη στην κουζίνα μέχρι να γυρίσουμε..  Η μητριά και οι κόρες της έφυγαν ντυμένες και στολισμένες για το χορό ενώ η Σταχτοπούτα γύρισε στην κουζίνα και έβαλε τα κλάματα. Απαγόρευση του κακού- λύπη του καλού 

 
9« Αχ, να μπορούσα να πάω και εγώ στο χορό του πρίγκιπα!» Έκφραση της δυστυχίας
 
10-Ξάφνου εκεί που έκλαιγε είδε ένα φως και μπροστά της παρουσιάστηκε μια όμορφη γυναίκα. 
« Σταχτοπούτα είμαι η νονά σου και είμαι νεράιδα. Θα σε βοηθήσω εγώ να πάς στο χορό.» Εξασφάλιση του μαγικού βοηθού
 
11-Βγήκαν μαζί στο κήπο και η νονά της άγγιξε με το μαγικό της ραβδάκι μια κολοκύθα,που αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη άμαξα. Κάτι ποντικάκια που έπαιζαν εκεί γύρω έγιναν όμορφα αλογα 
Τέλος άγγιξε και τη Σταχτοπούτα με το ραβδί της. Έκπληκτη εκείνη κοιτάχτηκε και είδε πως φορούσε ένα χρυσό φόρεμα και δυο κρυστάλλινα γοβάκια. Απόκτηση μαγικών αντικειμένων- μεταμόρφωση ήρωα
 

12-
« Και τώρα είσαι έτοιμη για το χορό! Αλλά πρόσεξε! Πρέπει να φύγεις πριν από τα μεσάνυχτα γιατί τότε τα μάγια θα λυθούν. Η άμαξα θα γίνει ξανά κολοκύθα και τα ρούχα σου κουρέλια!» Απαγόρευση- Όρος βοηθού
 
13Η Σταχτοπούτα ευτυχισμένη που θα πήγαινε στο χορό ανέβηκε στην άμαξα και έφυγε αφού πρώτα ευχαρίστησε τη νονά της και της υποσχέθηκε πως θα γυρνούσε πριν απο τα μεσάνυχτα.. Αναχώρηση Ήρωα- Υπόσχεση για τήρηση του όρου
 
 
14-Όταν μπήκε στο παλάτι όλοι έμειναν άφωνοι από την ομορφιά της.Αναρωτιόταν  ποιά ήταν η όμορφη νέα και απο πού είχε έρθει.Η μητριά και οι κόρες της δεν την αναγνώρισαν και είχαν σκάσει από τη ζήλια τους! Άφιξη ήρωα- Θαυμασμός πλήθους και ζήλια ανταγωνιστών

 
15-Έβλεπαν πώς ο πρίγκιπας είχε μαγευτεί και όλο το βράδυ χόρευε μόνο μαζί της.Η Σταχτοπούτα ερωτεύτηκε αμέσως τον πρίγκιπα το ίδιο κι αυτός.Χόρευαν ευτυχισμένοι Ο πρίγκιπας ερωτεύεται την Σταχτοπούτα.
 
16 ώσπου ξαφνικά...Ντιν,Νταν! Το ρολόι του παλατιού σήμανε μεσάνυχτα! Η Σταχτοπούτα χωρίς να πει λέξη άρχισε να τρέχει για να φύγει πριν λυθούν τα μάγια και γίνει ξανά μια φτωχή κοπέλα. Η Σταχτοπούτα βιάζεται να φύγει πριν λυθούν τα μάγια.
 
17«Στάσου!» φώναξε ο πρίγκιπας  μα δεν την πρόλαβε. Το μόνο που βρήκε ήταν το γοβάκι της που είχε πέσει στις σκάλες. Ο πρίγκιπας βρίσκει το μαγικό αντικείμενο. 

 
18-Η Σταχτοπούτα ίσα-ίσα πρόλαβε να μπει στην κουζίνα πριν φτάσουν οι αδερφές της και η μητριά της στο σπίτι.Την επόμενη μέρα ο πρίγκιπας έστειλε έναν αυλικό να ψάξει σ όλο το βασίλειο και να του φέρει την κοπέλα που στο πόδι της θα ταίριαζε το κρυστάλλινο γοβάκι. Με τα πολλά ο αυλικός του βασιλιά έφτασε και στο σπίτι της Σταχτοπούτας. Αναζήτηση καλού

 
19-Οι αδερφές της δοκίμασαν το γοβάκι αλλά τους ήταν πολύ μικρό. Η Σταχτοπούτα ήθελε και αυτή να το δοκιμάσει άλλα η μητριά της δεν την άφησε. «Τι δουλειά έχεις εσύ να ανακατεύεσαι με πρίγκιπες; Εσένα η δουλεία σου είναι στη κουζίνα» της είπε με κακία.
Ο αυλικός όμως αγνόησε τη κακία μητριά και έδωσε το γοβάκι στη Σταχτοπούτα. Αναμέτρηση Καλού- Ανταγωνιστή
 
 
20-Όταν είδαν πως της έκανε η μητριά και οι κόρες της πρασινισαν από το κακό τους Ο αυλικός πήγε αμέσως τη Σταχτοπούτα στο παλάτι και ο πρίγκιπας την αναγνώρισε. ! Νίκη καλού- Ζήλια Κακού
 
 
 
21-Οι δύο αδερφές και η μητριά της έσκασαν από το κακό τους και έφυγαν άρον άρον από το βασίλειο κι ούτε που ξανάκουσε ποτέ κανείς γι αυτές. Απαλλαγή του ήρωα από τους κακούς
 
 
22-
Όσο για τη Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπα και έμειναν στο παλάτι μαζί με τον πατέρα της που γύρισε επιτέλους απ' το ταξίδι του. Ανταμοιβή- Επιστροφή πατέρα 
 
 
23-Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!! Επίλογος- ίδιος σε όλα τα παραμύθια


Ραχοβίτσα Αννίτα Β3



Αρχική   κατάσταση                                                                                                                                                  Μια φορά και έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε μια βασίλισσα.

Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, η βασίλισσα κάθονταν στο δωμάτιό της και δούλευε δίπλα στο παράθυρο που ήταν φτιαγμένο από μαύρο ξύλο. Εκεί που δούλευε και κοιτούσε έξω που χιόνιζε, τρύπησε κατά λάθος το δάκτυλό της. Τότε τρείς σταγόνες αίμα έπεσαν από το δάκτυλό της πάνω στο χιόνι. Η βασίλισσα κοίταξε το αίμα και είπε: "Θέλω όταν γεννηθεί η κόρη μου να είναι άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαύρη σαν το ξύλο από το παράθυρό μου!"


Και έτσι έγινε. Όταν γεννήθηκε η κόρη της βασίλισσας είχε λευκό δέρμα σαν το χιόνι, κόκκινα μάγουλα σαν το αίμα και τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν το ξύλο του παραθύρου. Γι’ αυτό ονόμασαν το κορίτσι "Χιονάτη".


Συμφορά- Δυστυχία- Στέρηση
Μια μέρα η βασίλισσα πέθανε και ο βασιλιάς σύντομα παντρεύτηκε μια καινούρια βασίλισσα που ήταν πολύ όμορφη αλλά και πολύ κακιά και δεν ήθελε καμιά να είναι ομορφότερη από αυτήν. Η κακιά βασίλισσα είχε έναν μαγικό καθρέφτη τον οποίο κοιτούσε και τον ρωτούσε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου ποια είναι η πιο όμορφη από όλες τις γυναίκες;" Και ο καθρέφτης απαντούσε: "Εσύ βασίλισσά μου είσαι η ομορφότερη από όλες!"

Όμως όσο η Χιονάτη μεγάλωνε γίνονταν όλο και πιο όμορφη και μόλις έγινε εφτά χρονών ήταν το ίδιο όμορφη με την βασίλισσα. Τότε μια μέρα όταν η βασίλισσα ρώτησε τον καθρέφτη ποια είναι η πιο όμορφη ο καθρέφτης απάντησε: "Βασίλισσά μου μπορεί να είσαι πολύ όμορφη, αλλά η Χιονάτη είναι ομορφότερη από εσένα!" Όταν η βασίλισσα το άκουσε αυτό χλόμιασε και θύμωσε πολύ. Τότε φώναξε έναν υπηρέτη της και του είπε: "Πήγαινε τη Χιονάτη βαθιά μέσα στο δάσος και φρόντισε να μην την ξαναδώ." 

 

Ο υπηρέτης υπάκουσε και οδήγησε την Χιονάτη στο δάσος αλλά την τελευταία στιγμή την λυπήθηκε και δεν μπόρεσε να της κάνει κακό. "Δεν θα σε πειράξω κοριτσάκι" της είπε και την άφησε. Αν και ήταν σίγουρος ότι τα άγρια ζώα του δάσους θα την σκότωναν, ένιωσε καλά με την απόφασή του να μην της κάνει κακό αλλά να την αφήσει στην τύχη της.

 

Η Χιονάτη περιπλανιόταν μόνη της στο δάσος και ήταν πολύ φοβισμένη από τα άγρια ζώα που ζούσαν εκεί. Μόλις έφτασε το βράδυ, για καλή της τύχη βρήκε μια καλύβα και μπήκε μέσα να ξεκουραστεί και να προστατευθεί. 

 

Όλα τα πράγματα μέσα στην καλύβα ήταν καθαρά και νοικοκυρεμένα. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με ένα λευκό τραπεζομάντηλο και επάνω σ' αυτό υπήρχαν εφτά μικρά πιάτα με εφτά μικρά καρβέλια ψωμί και εφτά ποτήρια με κρασί. Επίσης υπήρχαν εφτά μαχαίρια και εφτά πιρούνια τακτοποιημένα δίπλα στα πιάτα. Η Χιονάτη είδε ακόμη ότι στο βάθος δίπλα στον τοίχο υπήρχαν εφτά μικρά κρεβάτια.

 

Η Χιονάτη ήταν κουρασμένη και πεινούσε πολύ. Έφαγε λοιπόν ένα κομμάτι από το κάθε καρβέλι ψωμί και ήπιε μια γουλιά από το κάθε ποτήρι κρασί. Μετά θέλησε να κοιμηθεί. Ξάπλωσε λοιπόν σε ένα από τα κρεβάτια, όμως ήταν πολύ μακρύ, ενώ ένα άλλο ήταν πολύ κοντό και έτσι δοκίμασε όλα τα κρεβάτια ώσπου στο τέλος το έβδομο ήταν στα μέτρα της. Εκεί ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε.

 

Βοηθοί

Μόλις πέρασε λίγη ώρα, γύρισαν οι ιδιοκτήτες της καλύβας. Ήταν εφτά νάνοι που ζούσαν μέσα στο δάσος και έσκαβαν το βουνό για να βρουν χρυσάφι. Μόλις μπήκαν στην καλύβα άναψαν τις εφτά λάμπες τους και αμέσως είδαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. 

Ο πρώτος είπε:  "ποιος κάθισε στο σκαμνάκι μου;"

Ο δεύτερος είπε: "ποιος έτρωγε από το πιάτο μου;"

Ο τρίτος: "ποιος έφαγε από το ψωμί μου;"

Ο τέταρτος: "ποιος χρησιμοποίησε το κουτάλι μου;"

Ο πέμπτος είπε: "ποιος έφαγε με το πιρούνι μου;"

Ο έκτος: "ποιος έκοψε με το μαχαίρι μου;"

Ο έβδομος είπε: "ποιος ήπιε από το κρασί μου;"

 

Τότε ο πρώτος κοίταξε τριγύρω και είπε: "ποιος ξάπλωσε στο κρεβάτι μου;" Και τότε όλοι παρατήρησαν ότι κάποιος είχε χρησιμοποιήσει τα κρεβάτια τους. Ο έβδομος όμως είδε την Χιονάτη και φώναξε τα αδέρφια του να έρθουν να δουν. Τότε όλοι πήραν τα φαναράκια τους και πλησίασαν να κοιτάξουν την Χιονάτη. "Ω, τι όμορφο κοριτσάκι είναι αυτό!", είπαν όλοι οι νάνοι και συνέχισαν να την κοιτάζουν φροντίζοντας να μην την ξυπνήσουν. Τότε αποφάσισαν να κοιμηθούν μέχρι να έρθει το πρωί ενώ ο έβδομος νάνος κοιμήθηκε από μία ώρα στα κρεβάτια των αδελφών του.

 

 

Το πρωί που ξύπνησαν όλοι η Χιονάτη είδε τους νάνους και τους είπε τι της είχε συμβεί. Οι νάνοι που ήταν καλοί, της είπαν να μην στεναχωριέται και ότι μπορεί να μείνει μαζί τους. Ετσι συμφώνησαν να πηγαίνουν αυτοί στη δουλειά τους κι εκείνη να τους μαγειρεύει και να τους βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού.

Έπειτα οι νάνοι έφυγαν για να πάνε να ψάξουν χρυσάφι στο βουνό. Πριν όμως φύγουν είπαν στην Χιονάτη να προσέχει και να μην ανοίγει σε κανέναν γιατί φοβόντουσαν ότι η βασίλισσα θα ανακάλυπτε ότι μένει μαζί τους.

 



Η βασίλισσα που πίστευε ότι η Χιονάτη είχε πεθάνει, ήταν πλέον σίγουρη ότι αυτή είναι η πιο όμορφη και έτσι πήγε στον μαγικό καθρέφτη και τον ρώτησε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου από όλες τις γυναίκες ποια είναι η πιο όμορφη;" Και ο καθρέφτης απάντησε: "Εσύ βασίλισσά μου είσαι η πιο όμορφη σε όλη αυτή τη χώρα. Όμως μακριά, πέρα από τους λόφους, βαθιά μέσα στο δάσος, εκεί που μένουν οι εφτά νάνοι, εκεί κρύβεται η Χιονάτη που είναι πολύ πιο όμορφη από εσένα!" Τότε η βασίλισσα, που ήξερε ότι ο καθρέφτης δεν έλεγε ποτέ ψέματα, θύμωσε πάρα πολύ και κατάλαβε ότι ο υπηρέτης της την είχε προδώσει και δεν ότι  δεν είχε σκοτώσει την Χιονάτη.
 


 

Συμφορά
 

Τότε αποφάσισε να μεταμφιεστεί σε γριούλα πωλήτρια και να πάει να βρει τη Χιονάτη.  Πήρε λοιπόν το δρόμο προς το σπίτι των νάνων. Όταν έφτασε εκεί χτύπησε την πόρτα και είπε: "Πουλάω όμορφα πράγματα." Η Χιονάτη, που ήταν εκείνη τη στιγμή μόνη της στο σπίτι, κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε την γυναίκα. "Καλημέρα καλή κυρία, τι έχεις να πουλήσεις;" ρώτησε. "Καλά πράγματα, όμορφα πράγματα!" είπε η βασίλισσα, "έχω κορδόνια και κορδέλες σε όλα τα χρώματα". Η Χιονάτη σκέφτηκε: "Θα αφήσω την γριούλα να μπει, φαίνεται καλή κυρία» και ξεκλείδωσε την πόρτα. 

 

"Να ‘σαι καλά", είπε η γριούλα, "ω! πόσο άσχημα είναι δεμένος ο κορσές σου! Κάτσε να στον δέσω όμορφα με έναν από τα κορδόνια μου." Η Χιονάτη, που δεν κατάλαβε ότι αυτή ήταν η κακιά βασίλισσα, στάθηκε μπροστά της για να της δέσει τον κορσέ. Τότε η γριούλα έπιασε γρήγορα τα κορδόνια από τον κορσέ και τα έσφιξε τόσο δυνατά που η Χιονάτη δεν μπορούσε να πάρει ανάσα και έπεσε κάτω σαν να είχε πεθάνει. "Αυτό είναι το τέλος της ομορφιάς της" είπε η κακιά βασίλισσα και έφυγε.

 

Το βράδυ που γύρισαν οι εφτά νάνοι είδαν την Χιονάτη πεσμένη στο πάτωμα και πίστεψαν ότι είχε πεθάνει. Όμως, μόλις πήγαν να σηκώσουν το σώμα της, είδαν την κορδέλα που την έσφιγγε και κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Γρήγορα έκοψαν τα κορδόνια του κορσέ και αμέσως η Χιονάτη άρχισε να αναπνέει και σύντομα ξαναβρήκε το χρώμα της. Τότε της είπαν: "Η γριούλα ήταν η βασίλισσα, γι' αυτό από εδώ και μπρος να προσέχεις και να μην ανοίγεις σε κανέναν όσο λείπουμε."

 

 

Όταν η βασίλισσα γύρισε σπίτι ρώτησε πάλι τον καθρέφτη ποια είναι η πιο όμορφη και ο καθρέφτης της απάντησε ξανά η Χιονάτη!

 

Τότε η βασίλισσα που κατάλαβε ότι η Χιονάτη ζει ακόμη, θύμωσε πάρα πολύ. Μεταμφιέστηκε λοιπόν πάλι, διαφορετικά όμως από την προηγούμενη φορά, πήρε μαζί της ένα δηλητηριασμένο χτένι και πήγε πάλι στο σπίτι των νάνων.

Μόλις έφτασε χτύπησε και είπε: "Πουλάω όμορφα πράγματα." Όμως η Χιονάτη που στεκόταν στο παράθυρο απάντησε: "Δεν ανοίγω σε κανέναν." Τότε η βασίλισσα είπε: "Δε χρειάζεται να ανοίξεις καλή μου κοπέλα, μόνο κοίτα τι ωραία χτένια πουλάω" και έδωσε το δηλητηριασμένο χτένι στην Χιονάτη από το παράθυρο.


Το χτένι ήταν τόσο όμορφο που  το κορίτσι αποφάσισε να το βάλει στα μαλλιά της για να το δοκιμάσει. Μόλις όμως το χτένι άγγιξε το κεφάλι της, το δηλητήριο που ήταν πολύ δυνατό την έριξε κάτω αναίσθητη. "Εκεί κάτω να μείνεις", είπε η βασίλισσα και έφυγε.

 

Για καλή τύχη της Χιονάτης οι νάνοι γύρισαν πιο νωρίς στο σπίτι εκείνο το βράδυ και μόλις είδαν το κορίτσι αναίσθητο κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Σύντομα βρήκαν το δηλητηριασμένο χτένι και μόλις το έβγαλαν η Χιονάτη συνήλθε και τους διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί. Τότε οι νάνοι προειδοποίησαν για άλλη μια φορά την Χιονάτη να μην ανοίγει σε κανέναν όταν λείπουν.

 

Στο μεταξύ η βασίλισσα πήγε στο σπίτι της και ρώτησε αμέσως τον καθρέφτη της την ίδια ερώτηση. Όταν ο καθρέφτης της απάντησε και πάλι ότι η πιο όμορφη είναι η Χιονάτη, η βασίλισσα άρχισε να τρέμει από την οργή της και είπε: "Η Χιονάτη θα πεθάνει ακόμη και αν μου κοστίσει την ζωή μου."


Τότε πήρε ένα μήλο, πήγε σε ένα μυστικό δωμάτιο του παλατιού και έβαλε μέσα στο μήλο δηλητήριο. Από έξω το μήλο φαίνονταν πολύ ωραίο και γευστικό, όμως όποιος το δοκίμαζε θα πέθαινε αμέσως. Μετά μεταμφιέστηκε σαν γυναίκα χωρικού και ξαναπήγε στο σπίτι των νάνων.

Μόλις χτύπησε την πόρτα η Χιονάτη έβγαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και είπε: "Οι καλοί νάνοι με συμβούλεψαν να μην ανοίξω σε κανέναν." "Κάνε όπως θέλεις" είπε η γυναίκα, "πάρε όμως αυτό το ωραίο μήλο, σου το κάνω δώρο". "Όχι, δεν το θέλω" είπε η Χιονάτη. Η βασίλισσα όμως που ήταν πονηρή της είπε: "Ανόητο κορίτσι! Τι φοβάσαι; Μήπως είναι
δηλητηριασμένο; Έλα, εσύ θα φας από την μια μεριά και εγώ από την άλλη."


 

Συμφορά

Το μήλο όμως ήταν έτσι φτιαγμένο που η μια του πλευρά ήταν δηλητηριασμένη ενώ η άλλη όχι! Η Χιονάτη που είχε μπει στον πειρασμό να δοκιμάσει το μήλο, γιατί φαινόταν πολύ νόστιμο, μόλις είδε την γυναίκα να τρώει από τη μια μεριά, δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και δάγκωσε κι αυτή από την άλλη. Μόλις όμως δάγκωσε το μήλο έπεσε κάτω και φαινόταν σαν νεκρή. "Αυτή την φορά τίποτα δεν θα σε σώσει" είπε η βασίλισσα και γύρισε πίσω στο σπίτι της.


Τότε ρώτησε πάλι τον καθρέφτη της ποια είναι η πιο όμορφη και επιτέλους ο καθρέφτης της απάντησε:

"Εσύ βασίλισσα μου είσαι η ομορφότερη από όλες" και τότε η κακιά βασίλισσα χάρηκε πολύ.

 

 

Όταν ήρθε το βράδυ, οι νάνοι γύρισαν στο σπίτι τους και βρήκαν την Χιονάτη ξαπλωμένη στο πάτωμα. Δεν ανέπνεε καθόλου και φοβήθηκαν ότι είχε πεθάνει. Την σήκωσαν, χτένισαν τα μαλλιά της, έπλυναν το πρόσωπό της με κρασί και νερό όμως δεν μπόρεσαν να την κάνουν καλά.

Τότε την ξάπλωσαν πάνω σε ένα κρεβάτι και την θρηνούσαν για τρεις ολόκληρες μέρες. Σκέφτηκαν να την θάψουν όμως τα μάγουλά της ήταν ακόμη κόκκινα και το πρόσωπό της έμοιαζε όπως όταν ήταν ζωντανή.

Τότε είπαν: "Ποτέ δεν θα την θάψουμε στο κρύο έδαφος". Την έβαλαν λοιπόν σε ένα γυάλινο κουτί για να μπορούν να την βλέπουν και έγραψαν με χρυσά γράμματα το όνομά της και ότι ήταν κόρη βασιλιά. Μετά τοποθέτησαν το κουτί πάνω σε ένα λόφο και κάθε μέρα ένας κάθονταν εκεί ένας-ένας με τη σειρά για να την προσέχει. Τα πουλιά ήρθαν και αυτά για να θρηνήσουν την Χιονάτη. Πρώτο απ’ όλα ήρθε μια κουκουβάγια, μετά ένα κοράκι και τελευταίο ένα περιστέρι.

Έτσι η Χιονάτη έμεινε ξαπλωμένη για πολλά, πολλά χρόνια και έμοιαζε σαν να κοιμάται γιατί το δέρμα της ήταν ακόμη λευκό σαν το χιόνι, τα μάγουλά της κατακόκκινα και τα μαλλιά της μαύρα.
 

Αναχώρηση του Ήρωα
 

Μια μέρα έφτασε στο σπίτι των νάνων ένας πρίγκιπας. Είδε το κουτί με την κοπέλα μέσα και διάβασε απ' έξω τα χρυσά γράμματα που έγραφαν ότι την έλεγαν Χιονάτη και ότι ήταν κόρη βασιλιά. Του πρίγκιπα του άρεσε πολύ η Χιονάτη και πρόσφερε στους νάνους λεφτά για να την πάρει μαζί. Εκείνοι όμως του απάντησαν: "Δεν θα την αποχωριστούμε ούτε για όλο το χρυσάφι του κόσμου."

Με τα πολλά και αφού κατάλαβαν ότι ο πρίγκιπας ήταν καλός και ότι θα προσέχει τη Χιονάτη, στο τέλος οι νάνοι τον λυπήθηκαν και του έδωσαν το κουτί με την κοπέλα. Την στιγμή όμως που πήγε να σηκώσει το κουτί για να το πάρει μαζί του, το μήλο έπεσε από το στόμα της Χιονάτης και ξύπνησε! Τότε εκείνη ρώτησε: "Πού βρίσκομαι;" Και ο πρίγκιπας απάντησε: "Είσαι ασφαλής μαζί μου." Έπειτα της εξιστόρησε τι είχε συμβεί και είπε: "Σε αγαπώ περισσότερο από όλο τον κόσμο. Έλα μαζί μου στο παλάτι του πατέρα μου και θα γίνεις γυναίκα μου." Η Χιονάτη συμφώνησε και πήγε μαζί με τον πρίγκιπα στο παλάτι όπου άρχισαν οι προετοιμασίες για τον γάμο τους.

Ανάμεσα στους καλεσμένους του γάμου ήταν και ο παλιός εχθρός της Χιονάτης, η κακιά βασίλισσα. Καθώς ντύνονταν με ωραία φορέματα γύρισε στον καθρέφτη της και ρώτησε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου ποια είναι η πιο όμορφη από όλες;" Και ο καθρέφτης απάντησε: "Εσύ κυρά μου είσαι η πιο όμορφη εδώ, όμως η ομορφότερη από όλες είναι αυτή που θα παντρευτεί τον πρίγκιπα και θα γίνει νέα βασίλισσα."

 

Όταν το άκουσε αυτό, η κακιά βασίλισσα ένιωσε οργή. Όμως η ζήλια της και η περιέργειά της ήταν τόσο μεγάλες που ήθελε να πάει να δει την νύφη. Μόλις έφτασε στο γάμο και είδε ότι η νύφη ήταν η Χιονάτη που νόμιζε ότι είχε σκοτώσει τότε έσκασε από το κακό της και πέθανε.



Ευτυχισμένο Τέλος

Η Χιονάτη και ο πρίγκιπας έζησαν και βασίλεψαν ευτυχισμένοι για πολλά, πολλά χρόνια!

 
Βαγγέλης Χριστοδούλου B3
 



Εισαγωγή

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ' ένα καταπράσινο αγρόκτημα μια πάπια. Είχε φτιάξει ανάμεσα σε κάτι καλάμια μια μικρή φωλιά κι εκεί κλωσούσε τα αυγά της. Κάθε μέρα καθόταν ώρες ολόκληρες πάνω στα αβγουλάκια, τα ζέσταινε και περίμενε πως και πως να βγουν από μέσα τους τα μικρά παπάκια.

Στέρηση

Ώσπου μια μέρα τα αυγά άρχισαν να ραγίζουν κι από μέσα ξεπρόβαλαν όμορφα, κίτρινα παπάκια. Η πάπια καμάρωνε τα παιδάκια της, αλλά κοιτούσε με ανησυχία ένα αυγό που δεν είχε ακόμα σπάσει...

Όταν έσπασε από μέσα δε βγήκε ένα παπάκι όπως τα προηγούμενα! Η πάπια κοίταξε με περιέργεια αυτό το πλασματάκι που είχε γκρίζο τρίχωμα και ήταν πιο άσχημο απ τα άλλα παπάκια.

-Βρε λες να το αυγό να ήταν από γαλοπούλα;-Σκεφτόταν η πάπια καθώς καμάρωνε τα παπάκια της.

-Θα δούμε..Αν είναι γαλόπουλο θα φοβάται να μπει στο νερό..-

Έτσι όταν πέρασαν λίγες μέρες η πάπια πήρε  τα παπάκια της και πήγαν στην λιμνούλα που ήταν εκεί κοντά. Όλα τα παπάκια ακόμα και το γκρίζο παπάκι βούτηξαν χαρούμενα στο νερό και ακλούθησαν τη μανούλα τους. Η πάπια σαν είδε και το γκρίζο παπί να μπαίνει στο νερό πείστηκε πως ήταν σίγουρα δικό της και αποφάσισε να το αγαπάει όπως και τα άλλα της παιδιά.

Ο καιρός περνούσε κι ενώ τα αδέρφια του γινόταν όλο και πιο όμορφα αυτό φαινόταν όλο και πιο άσχημο δίπλα τους. Τα ζώα του αγροκτήματος το κορόιδευαν, το ίδιο και τα αδέρφια του.

Εκείνο στενοχωρημένο έτρεχε και κρυβόταν κάτω από τα πούπουλα της μαμάς-πάπιας. Μην στενοχωριέσαι παιδάκι μου, του έλεγε εκείνη που το αγαπούσε. Δεν είσαι άσχημο, είσαι απλά διαφορετικό.

Μια μέρα όμως μια από τις κότες στο αγρόκτημα το πήρε στο κυνήγι τσιμπώντας το.Τα άλλα ζώα βρήκαν την ευκαιρία και άρχισαν να υποστηρίζουν την κότα.

Αναχώρηση του ήρωα (Ο ήρωας μπαίνει στα βάσανα)

Το παπάκι απογοητευμένο αποφάσισε να φύγει. Πήδηξε το φράχτη της αυλής και ξεκίνησε να βρει ένα μέρος που δεν θα το κορόιδευαν πια. Με τα πολλά έφτασε σε μια απομονωμένη λίμνη και κει κρύφτηκε σε μια σπηλιά.

Μια μέρα εκεί που βγήκε από τη σπηλιά μήπως έβρισκε τίποτα σκουληκάκια για να φάει είδε στον ουρανό κάτι πανέμορφα πουλιά να πετούν.

Τα θαύμαζε πολύ ώρα μα μόλις πλησίασαν τη λίμνη τρομαγμένο μη το κοροϊδέψουν για την  ασχήμια του κρύφτηκε πάλι στη σπηλιά του. Πέρασε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και ο χειμώνας και ήρθε ξανά η άνοιξη.

Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος από τότε που το παπάκι είχε φύγει από το σπίτι του. Μόλις είχαν λιώσει λίγο τα χιόνια βγήκε από τη σπηλιά του για να κολυμπήσει στη λίμνη. Ξάφνου εκεί που κολυμπούσε  είδε στα νερά της λίμνης το είδωλο του!Έμεινε έκπληκτο να κοιτάει.Γιατί δεν ήταν πια το γκρίζο και άσχημο παπάκι αλλά ένας μεγάλος και όμορφος κύκνος! Λίγο πιο κει είδε τα όμορφα πουλιά που είχε θαυμάσει τότε, την ώρα που πετούσαν.Ένα από αυτά, το πλησίασε.

Βοηθός

Για δες ένας κύκνος. Είσαι αδελφός μας λοιπόν. Θες να έρθεις μαζί μας; Να μας ακολουθείς στα μακρινά μας ταξίδια; Το παπάκι που είχε γίνει πια ένας πανέμορφος κύκνος δέχτηκε με χαρά. Αποφάσισε να ακολούθησε τους κύκνους στα μακρινά ταξίδια τους και ετσι γνώρισε όλο το κόσμο.

Ανταμοιβή

Καμιά φορά περνούσε απ' το αγρόκτημα να δει τη μαμά του. Κι όλα τα ζώα το θαύμαζαν και το ζήλευαν γιατί ήταν ένας όμορφος κύκνος. Κι η μαμά πάπια ήταν περιφανή για το γιο της , το άσχημο παπί που έγινε ο ομορφότερος κύκνος. 

 
Λουκάς Χριστοδούλου Β3