Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Μια γυναικα στο ποδοσφαιρο‏


Λιγα χρονια πριν στην Λαρισα ζουσε μια οικογενεια που ειχε τεσσερα παιδια τρια κοριτσια και ενα αγορι.Το αγορι που ηταν το μικροτερο απο τα παιδια επαιζε παρα πολυ καλα ποδοσφαιρο.Μια μερα στο γηπεδο εκει που εκανε προπονηση επεσε κατω και εσπασε το ποδι του.Οταν πηγε στο γιατρο του και τον εξετασε του ειπε οτι δεν μπορει να ξαναπαιξε υποδοσφαιρο ποτε ξανα.Οταν το ακουσε αυτο ζητησε απο το γιατρο να μην το πει στην ομαδα του γιατι φοβαται μην το διωξουν.Ο γιατρος διχως να φερει αντιρρηση δεχτηκε την προταση του.Μολις γυρισε στο σπιτι του η οικογενεια του στεναχωρηθηκε που το αγορι εσπασε το ποδι του.Το αγορι βλεποντας τους ετσι αποφασισε να μην τους πει ολη την αληθεια,δηλαδη οτι δεν μπορει να ξαναπαιξει ποδοσφαιρο.Για μερες καθοταν σε μια καρεκλα και ουτε ετρωγε ουτε μιλουσε.Μια μερα η μεγαλυτερη αδελφη του επειδη τον εβλεπε που ηταν λυπημενος τον ρωτησε :
-Τι εχεις αδελφε μου και εισαι τοσο στεναχωρημενος;
Το αγορι δεν ηθελε να της πει για να μην την στεναχωρησει.Ομως,η αδελφη του επεμενε πολυ και αναγκαστηκε να της πει.
-Ξερεις τωρα που εσπασα το ποδι μου δεν μπορω να ξαναπαιξω ποδοσφαιρο.
Η αδελφη του του γυρισε την πλατη και του ειπε αδιαφορα:
-Α,γι'αυτο στεναχωριεσαι και εγω νομιζα οτι εισαι ετσι γιατι δεν εχω βρει ακομα μια καλη δουλεια.
Τα ειπε αυτα και εφυγε.
Το αγορι μολις τα ακουσε αυτα στεναχωρηθηκε και κλειστηκε περισσοτερο στον εαυτο του.
Την αλλη μερα η δευτερη αδελφη του βλεποντας τον τοσο λυπημενο τον ρωτησε:
-Γιατι αδελφε μου εισαι τοσο πικραμενος;
Το αγορι δεν ηθελε να της πει γιατι φοβοταν μηπως ακουσει τα ιδια οπως και με την αλλη του αδελφη.Ομως,εκεινη επεμενε πολυ και αναγκαστηκε να της πει:
-Ειμαι στεναχωρημενος γιατι δεν μπορω να ξαναπαιξω ποδοσφαιρο.
Μολις το ακουσε αυτο του γυρισε την πλατη και του ειπε αδιαφορα:
-Γι'αυτο εισαι ετσι και εγω νομιζα οτι στεναχωριεσαι γιατι δεν εχω βρει ακομα δουλεια.
Τοτε,το αγορι που στεναχωρηθηκε πολυ μ'αυτα τα λογια αποφασισε να μην πει τιποτα σε κανενα ξανα.
Την αλλη μερα η μικροτερη απο τις αδελφες του επειδη τον εβλεπε ετσι για αρκετες μερες τον ρωτησε:
-Τι εχεις και εισαι τοσο λυπημενος;
Το αγορι δεν ηθελε σε καμια περιπτωση να της πει τι εχει.Ομως,η αδελφη του του ειπε οτι εαν δεν της πει τι ακριβως εχει δεν προκειται να φυγει.Ετσι,αναγκαστηκε να της πει:
-Ξερεις επειδη εσπασα το ποδι μου δεν μπορω να ξανα παιξω ποδοσφαιρο.
Η αδελφη του ανακουφισμενη του ειπε:
-Α,γι'αυτο εισαι ετσι.Μην στεναχωριεσαι θα παω εγω στη θεση σου.





Το αγορι οσο κι αν προσπαθησε να της αλλαξει γνωμη δεν τα καταφερε.Το κοριτσι ειχε παρει ηδη την αποφαση της.Αφου εκοψε τα μαλλια της και εβαλε τα ρουχα του αδελφου της,μπηκε στο αμαξι του,τον αποχαιρετησε και ξεκινησε για την Αθηνα οπου γινοταν το πρωταθλημα.
Μολις εφτασε στο γηπεδο οι συμπαικτες της την υποδεχτηκαν με μεγαλη χαρα.Κανενας δεν καταλαβε οτι ηταν κοριτσι.Σε καθε προπονηση το κοριτσι εδινε τονκαλυτερο της εαυτο παιζοντας καλυτερα και απο αγορι.Ετσι,κανενας δεν μπορουσε να την υποψιαστει.
Περασε ο καιρος και το πρωταθλημα σε λιγο θα τελειωνε.Ο προπονητης της αρχισε να καταλαβαινει κατι αλλα δεν μπορουσε να κανει κατι για να επιβεβαιωσει τις υποψιες του.
Οταν τελειωσε το πρωταθλημα ολοι οι παικτες περνουσαν με το αμαξι τους και χαιρετουσαν τον προπονητη τους.Μολις εφτασε η σειρα του κοριτσιου ειπε στον προπονητη:
-Καλα ενα χρονο ειμαι εδω και κανενας δεν καταλαβε οτι ειμαι κοριτσι.
Μεχρι να καταλαβει τι ειχε συμβει,το κοριτσι ειχε εξαφανιστει.


Οταν εφτασε στιο σπιτι της το κοριτσι,ο αδελφος της την υποδεχτηκε με μεγαλη χαρα λεγοντας της:
-Σ'ευχαριστω για οτι εκανες.Μπορεις να μου ζητησεις οτι θες.
Το κοριτσι διχως να σκεφτει του ειπε:
-Το μονο που θελω ειναι να μην ξαναστεναχωρηθεις και ο,τι και να εχεις να μου το λες για να σε βοηθησω.
Το αγορι συμφωνησε.Αμεσως εγινε μια μεγαλη γιορτη προς τιμην της.
Απο την αλλη πλευρα,ο προπονητης δεν μπορουσε να κοιμηθει καθως σκεφτοταν συνεχως το κοριτσι.Ετσι αποφασισε να την ψαξει.Αφου εψαξε κάθε σπιθαμή, βρεθηκε εξω απο το σπιτι του κοριτσιου.
Χτυπησε την πορτα την οποια ανοιξε το κοριτσι.Ο προπονητης την καταλαβε αμεσως,ομως,το κοριτσι δεν μπορουσε να τον καταλαβει καθως ηταν μεταμφιεσμενος σε δημοσιο υπαλληλο ζητωντας τον αδελφο της.Αφου ο προπονητης πηγε στο γραφειο που ηταν ο αδελφος του κοριτσιου αποκαλυφθηκε.Το αγορι δεν καταλαβε τι ακριβως συμβαινει.Ο προπονητης του,τοτε,του τα εξηγησε ολα λεγοντας του οτι θελει η αδελφη του να αγωνιστει στην ποδοσφαιρικη ομαδα γυναικων.Το αγορι δεχτηκε την προταση του υπο εναν ορο να μην τον διωξουν απο την ομαδα.Ο προπονητης τον δεχτηκε χωρις αντιρρησεις.
Οταν βγηκαν απο το γραφειο,το κοριτσι ταραχτηκε.Τοτε,ο αδελφος της της ειπε την προταση του προπονητη του.Αυτη δεχτηκε αμεσως.
Ετσι,περασε μια ζωη ευτυχισμενη και επαγγελματικα καταρτισμενη.Και ζησαν αυτοι καλα και εμεις καλυτερα.


                                                                                                                       ΑΣΗΜΙΝΑ ΡΑΠΤΗ

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Η Κοκκινοσκουφίτσα στη Λάρισα


 
 
Δυο φορές , σ’ όλους τους καιρούς και σ’ όλες τις πολιτείες του κόσμου, φτάνει κυνηγημένο από κακούς λύκους , ένα αθώο πλάσμα με κόκκινο σκουφάκι.

Έτσι αθώο και μικρό, μέσα στα κόκκινα ντυμένο που αλλού θα ζητήσει βοήθεια αν όχι στα παιδιά της πόλης;

 

H  Μιμίνα ξύπνησε αλαφιασμένη εκείνο το πρωί. – Τι όνειρα κι απόψε σκέφτηκε. Πω, πω ξύπνησα μια ώρα νωρίτερα , είδε το ρόλοι της.

-Έχετε μήνυμα στον υπολογιστή σας, της μίλησε το μηχάνημα. Τι εφεύρεση και αυτή , συλλογίστηκε η Μιμίνα , σε λίγο θα ανθρωπέψει και θα μας μιλάει όποτε θέλει. Το μήνυμα ήταν αλλόκοτο, όπως και τα όνειρα της νύχτας. Επιπλέον ανώνυμο.

-Προσοχή έλεγε το μήνυμα , στην Λάρισα φτάνει παραμονή της Πρωτοχρονιάς , κατεβαίνοντας από την Ελασσόνα η Κοκκινοσκουφίτσα, η ηρωίδα του διάσημου παραμυθιού. Αλλά δεν έρχεται ως gueststar στο χριστουγεννιάτικο χωριό σας. Έρχεται κυνηγημένη από μια αγέλη λύκων του βορρά. Δουλεία σας και σειρά σας είναι να τη σώσετε , σώζοντας έτσι και την τιμή της Λάρισας. Μη τυχόν και μαθευτεί στον κόσμο ότι η Κοκκινοσκουφίτσα τέλειωσε στη Λάρισα! Το νου σας κάντε γρήγορα κι οργανωθείτε , ο κίνδυνος είναι μεγάλος!

- Τι είναι και τούτο πάλι , φοβήθηκε και ξαφνιάστηκε η Μιμίνα , τι να οργανωθούμε και ποιος να μας πιστέψει!

- Εμείς , εμείς , εμείς θα σε πιστέψουμε! Και την παραμυθοιστορία σου

«Η Κοκκινοσκουφίτσα στην Λάρισα» θα την ονοματίσουμε.

 

Ντύθηκε γρήγορα. Χειμώνας και έκανε κρύο. Η καρδιά της ταραγμένη , το μυαλό της παγωμένο. Τι μήνυμα ειν’ αυτό μέσα στη νύχτα και τι να κάνει ένα κορίτσι για την τιμή μιας πόλης! Να ρωτήσει τους γονείς της;

 

Νέο μήνυμα στον υπολογιστή : - Αλάρμ! Ούτε κουβέντα στους μεγάλους! Τα παραμύθια είναι υπόθεση των παιδιών, Μην τους ανακατέψετε , θα μας τα κάνουν μαντάρα.

-Κάποιος διαβάζει τη σκέψη μου, θαύμασε η Μιμίνα. Βρε μπας και κοιμάμαι ακόμα;

Αλλά αν δεν μπορεί να στραφεί στους γονείς της μήπως μπορεί να ρωτήσει τους καθηγητές της; Όχι βρε κι αυτοί μεγάλοι είναι. Άρα; Που αλλου να στραφώ; είπε μεγαλόφωνα, στου συμμαθητές ;

-Μόνη σου μιλάς , τη ρώτησε παραξενεμένη η μητέρα της. Είναι νωρίς ακόμα παιδάκι μου , τι μου στολίστηκες;

-Έχω δουλεία στο σχολείο , θέλω να φτάσω νωρίς. Έχω μια εργασία να οργανώσω.

- Πάλι εργασίες! Μα τι κάνετε σε αυτό το σχολείο , η μια εργασία μετά την άλλη! Μην μου ζητήσεις βοήθεια , πρέπει να ετοιμαστώ για τα Χριστούγεννα.

-Αυτή την εργασία θα την βγάλω πέρα μόνη μου, είπε με βεβαιότητα η Μιμίνα.

Περιέργως ενώ έφτασε στο σχολειό νωρίς , η αυλή ήταν σχεδόν γεμάτη. Τα περισσότερα ήταν παιδιά της τάξης της και μια ανησυχία διέκρινε στα μάτια τους. Όμως κανένας δεν μιλούσε.

-Σε ποιον να το πω και ποιος να με πιστέψει . συλλογιόταν η Μιμίνα . Η κοκκινοσκουφίτσα στη Λάρισα, μέσα σε κίνδυνο και πρέπει να την σώσω! Βοήθα Παναγία μου. Ας αρχίσω μιλώντας στην καλύτερη μου φίλη.

-Να σου πω πριν χτυπήσει το κουδούνι , άρχισε να λέει σε μια ανήσυχη Μαρίτσα, που άκουγε και δεν άκουγε τι της έλεγε.

-Έχω να και εγώ να σου πω είπε ανυπόμονα η Μαρίτσα.

-Είχα ένα μήνυμα στο υπολογιστή , δεν ξέρω από ποιον και ήταν τόσο…

-Κι εγώ , κι εγώ ξεφώνησε η Μαρίτσα , δεν θα το πιστέψεις!

-Τι λέτε καλέ , μπήκε στην κουβέντα η ξυνούλα η Ξανθιππούλα , όλη μέσα στην περιέργεια , τι σιγομουρμουρίζατε και ξεφωνίζετε εναλλάξ

-Το εναλλάξ σε μάρανε! Τίποτα δεν λέμε , είπε η Μαρίτσα που καθόλου δεν της άρεσε η περιέργεια της.

-Θα σου πούμε σε λίγο , είπε η Μιμίνα , άσε πρώτα να το συζητήσουμε. Τη χρειαζόμαστε γύρισε και είπε στην κατσουφιασμένη Μαρίτσα

-Να ο Σπόρος , ξεφώνησε η Ξυνούλα κι έτρεξε να τον προϋπαντήσει.

Έχω να σου πω…

-Ουφ! γλυτώσαμε , λέει η Μαρίτσα.

- Λοιπόν άκου δίχως να με διακόψεις , δεν είναι κι εύκολο να σου το πω ετούτο. Το μήνυμα ήταν για την Κοκκινοσκουφίτσα…

-Που έρχεται στην Λάρισα, φώναξε ξαναμμένη η Μαρίτσα. Ξέρω , το ξέρω, πήρα και ‘γω το ίδιο μήνυμα!

-Το πράγμα σοβαρεύει πολύ, σκέφτηκε η Μιμίνα. Τώρα τι κάνουμε; ρώτησε φωναχτά

- Οργανωνόμαστε , αυτό κάνουμε . Το λέει και το μήνυμα.

-Μια κουβέντα είναι. Από πού να αρχίσουμε; Και πώς να το κρατήσουμε κρυφό και σε ποιον να το πρωτοπούμε και …

- Φτάνουν οι ερωτήσεις , είπε η Μαρίτσα. Πρέπει  να κάνεις σχέδιο , τσάμπα τα παίρνεις τα εικοσάρια!

- Ναι , δίκιο έχεις , χρειάζεται σχέδιο . Βγάλε χαρτί και μολύβι.

-Εδώ , στο γόνατο;

- Πάμε στο πεζούλι. Λοιπόν γράφε.

-Τι ; μ’ έκανες και γραμματέα τώρα;

-Έλα βρε Μαρίτσα-Μαριγώ , ομαδική δουλειά θα κάνουμε , όλο αντιλέγεις. Γράφε! Πρώτον , πρέπει να το ανακοινώσουμε στα παιδιά, να δούμε πόσοι ακόμη το ξέρουν , πήραν όλοι το μήνυμα….!

-Μπα όχι , ο Μυγάκης κι η Ξανθίππω δεν έχουν υπολογιστή.

-Καλά, καλά. Δεύτερον , να τους ορκίσουμε ότι δε θα το διαδώσουν και δε θα το μαρτυρήσουν στους μεγάλους.

-Να τους βάλουμε να πάρουν ιερό όρκο όπως στον Ιερό Λόχο.

-Μην υπερβάλεις. Ο Ιερός Λόχος έγινε για να σωθεί η Πατρίδα!

-Κι ο δικός μας όρκος θα είναι για να σωθεί η τιμή της Λάρισας , λίγο το χεις;

-Όχι , πολύ το χω. Γράφε: Τρίτον , η Κοκκινοσκουφίτσα φτάνει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς , άρα έχουμε μπροστά μας ακριβώς δυο εβδομάδες. Πρέπει να δράσουμε γρήγορα.

Η ξυνούλα η Ξανθιππούλα , επέστρεφε με το Σπόρο.

-Για ποιο πράγμα ζουζούνες θα δράσετε ; Απ’ το Δημοτικό που σας ξέρω όλο μέσα στη δράση είστε! Όλο σπίτι και διάβασμα.

- Θα σου πούμε και θέλουμε τη βοήθεια σου , είπε σοβαρά η Μιμίνα. Το και το συμβαίνει.

-Μπούρδες! Ξεφώνησε αγριεμένος ο Σπόρος , όλο μπούρδες. Φώναξε όμως πολύ και τα υπόλοιπα παιδιά που δυο-δυο συνομιλούσαν γύρω, έπαψαν ξαφνικά και μαζεύτηκαν σε κύκλο γύρω από την Μιμίνα , το Σπόρο , τη Μαρίτσα και την Ξυνουλίτσα.    

-Κάτι συμβαίνει με την Κοκκινοσκουφίτσα. είπε σοβαρά Σωφρονάκης, που ήταν και σοβαρός και όχι επιπόλαιος ή αντιρρησίας ή άπιστος Θωμάς. Σας άκουσα να μιλάτε και είχα κι εγώ το ίδιο μήνυμα. Πρέπει να οργανωθούμε.

Όσοι είχαν πάρει το ίδιο μήνυμα συγκατένευσαν. Όσοι πάλι δεν είχαν υπολογιστή ή δεν το είχαν ανοίξει απορούσαν, χασκογελούσαν ή ζητούσαν να μάθουν περισσότερα.

-Δε γίνονται αυτά τα πράγματα , είπε κάποιος.

-Αφού την έφαγε ο λύκος είπε κάποιος άλλος.

-Σώθηκε του απάντησαν κάποιοι άλλοι.

-Μπούρδες και μπουρδολογίες είπε τώρα κλονισμένος ο Σπόρος.

-Ησυχία , τους επιβλήθηκε η Μιμίνα. Ακούστε τι έχουμε να κάνουμε. Σ΄ αυτή την υπόθεση έχουμε ανάγκη από το σύνολο των συμμαθητών μας , άρα προέχει η ενημέρωση.

Στο μεταξύ όμως οι μαθητές του Λυκείου απορημένοι από την μάζωξη , άρχισαν να πλησιάζουν και να στήνουν αυτί.

-Τι γίνετε ρε ! Μας πήραν φαλάγγι τα πιτσιρίκια και ετοιμάζουν καταλήψεις.

-Προσοχή, είπε σοβαρά ο Σωφρονακης , που το είπαμε ήταν και σοβαρός.. Οι μεγάλοι δεν πρέπει να μάθουν.

-Να ζητήσουμε συνέλευση και εκεί να τα πούμε είπε η Μαρίτσα.

-Ναι , αλλά στην συνέλευση υπάρχουν και καθηγητές , θύμισε ο Σωφρονάκης

- Σωστά ,είπε η διοργανώτρια. Θα ζητήσουμε ειδική συνέλευση δίχως παρουσία καθηγητών και οι πρόεδροι θα δεσμευτούν να ανακοινώσουν τα θέματα στους καθηγητές.

Το λύσαμε κι αυτό.

-Στις άλλες τάξεις θα το πούμε; Μήπως ανήκουν στους μεγάλους;

-Θα το αποφασίσουμε στην πορεία , είπε η Μιμίνα

 

Την πρώτη ώρα ο Σποράκης είχε πληροφορική. Ανταριασμένος άνοιξε τον υπολογιστή

-Γρήγορα μην χαζεύετε , φώναξε ο καθηγητής πληροφορικής, που περίεργος ήταν κι αυτός μόνιμος ανταριασμένος.

- Ακούς εκεί , ξεσήκωσαν όλη την πρώτη τάξη με κοκκινοσκουφίτσες και λύκους , οι λύκαινες , μουρμούριζε ο Σπόρος και κλώτσησε την καρέκλα με φούρια. Όταν άνοιξε τον υπολογιστή τα μάτια του γούρλωσαν. Στην οθόνη έγραφε:

 «H Ελασσόνα έσωσε την κοκκινοσκουφίτσα , είναι η σειρά του Σαρανταπόρου να δείξει τι μπορεί να κάνει. Λάρισα προετοιμάζεσαι;» Του ‘ρθε κόλπος. Τι στο καλό , κάποιος τον περιπαίζει! Παρόλα αυτά άλλο είναι να σου το διηγούνται και άλλο να το βλέπεις γραμμένο. Ο Σωφρόνης δίπλα του διάβαζε σοβαρός το δικό του μήνυμα:

- «Δεν έχετε χρόνο, οργανωθείτε.»

Αλλά αυτός είχε πειστεί , με τον Σποράκη τι κάνουμε!

-Δε μας δίνει συνέλευση , ανακοινώσε η Μιμίνα στο διάλειμμα. Έχει προγραμματίσει πρόχειρο διαγώνισμα.

-Να βράσω τα πρόχειρα τους , φώναξε ο Ζιζανί. Να κάνουμε κατάληψη!

Οι σφαλιάρες έπεσαν βροχή.

-Τι βαράτε ωρέ ! Τι τις έχουμε τις καταλήψεις!

-Η κατάληψη είναι το έσχατο μέσο διεκδίκησης και δεν πρέπει να κάνουμε κατάχρηση άρχισε να λέει ο επονομαζόμενος και Αβοκάτος.

- Πάψε και συ με τις ελληνικούρες σου. Καταλάβαμε!

Το Ζιζανί και το Αβοκάτος ήταν τα παρατσούκλια του Γιάννη και του Κώστα. Τους τα κόλλησε η Γαλλικού. Το Ζιζανί καταλαβαίνετε γιατί και το Αβοκάτος γιατί έλεγε στον Κώστα, σαν δικηγόρος μιλάς , σαν αβοκά.

-Θα ζητήσουμε από άλλο καθηγητή συνέλευση.

-Και τι θέμα θα δηλώσουμε βρε έξυπνοι ;

-Θα τους πούμε ότι θέλουμε να συζητήσουμε για το χριστουγεννιάτικο bazaar

-Γιατί δεν λες παζάρι καλέ;

-Δεν μου αρέσουν τα τούρκικα , για αυτό

-και το bazaar τι είναι ευρωπαϊκό;

- Περσική λέξη είναι και ναι είναι και ευρωπαϊκή , αφού έτσι το λένε οι Ευρωπαίοι.

-Η Γλαυξ της γλαυκός ωμίλησε πάλι , κορόιδεψε ο Ζιζανί και όλοι γέλασαν. Θυμήθηκαν το διευθυντή τους που του κόλλησε να γεμίσει το σχολειό με κουκουβάγιες , με «μανθάνειν» από κάτω και άλλα τέτοια ακαταλαβίστικα αλλά και το άλλο του κόλλημα με τα Bazaar , άρα δεν θα έλεγε όχι σε συνέλευση με ένα τέτοιο θέμα.

Και η συνέλευση έγινε. Και έγινε εκεί του Κουτρούλη ο γάμος! Ερωτήσεις, απαντήσεις , φιλοσοφίες ,αμπελοφιλοσοφίες , συνθήματα και δυο τρεις να προσπαθούν να κρατήσουν «τα πρακτικά της συνελεύσεως». Του Κουτρούλη ο γάμος λέμε. Αντιγράφουμε από τα πρακτικά:

-Τι στο καλό ! Από την Ελασσόνα στην Λάρισα δυο εβδομάδες θα περιπατάει η Κοκκινοσκουφίτσα;

-Ναι , γιατί κάθε βραδύ κρύβεται και σ’ ένα άλλο χωριό ελπίζοντας στα παιδιά για σωτηρία

- Και που βρίσκεται τώρα;

-Στο Δομένικο , έρχεται

-Και γιατί ο λύκος κυνηγάει την Κοκκινοσκουφίτσα;

-Μπορεί να πεινάει . Λύκος είναι τι θες να κάνει;

-Γιατί είναι πιο δυνατός. Και στο κάτω-κάτω έτσι γράφτηκε στο παραμύθι. Ένας λύκος κυνηγάει πάντα μια Κοκκινοσκουφίτσα και έτσι θα γίνεται στους αιώνες. Πώς να αλλάξουμε τώρα τον μύθο!

-Ποια η δική μας θέση σε αυτό το κυνηγητό;

Εδώ έπεσαν και συνθήματα : «Συζήτηση, οργάνωση , αντίδραση» «Μάτια μεγάλα για να βλέπουμε καλά , αυτιά μεγάλα για να τα ακούμε όλα , στόμα μεγάλο για να ακούγεται παντού η φωνή μας» Ορισμένοι τα χόρευαν κιόλας

-Και γιατί να μην εμπιστευτούμε τους μεγάλους;

-Γιατί σκλήρυνε η καρδιά τους, χάθηκε η αθωότητα τους , που να συνεννοηθούμε τώρα …

-Δε μου λέτε παίδες. Αν ο λυκειάρχης δίπλα είναι ο λύκος οι μαθητές τι είναι;

-Λυκόπουλα-Λυκόπουλαα!

Τα θέματα οργάνωσης και δράσης κρατηθήκαν απόρρητα. Την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς δράματα έζησαν τα λαρισινά σπίτια που είχαν μαθητές στην πρώτη γυμνασίου. Οι γυμνασιόπαιδες απαίτησαν από τους γονείς τους να γιορτάσουν την παραμονή την παραμονή το βράδυ στην κεντρική πλατεία της πόλης μαζί με όλους τους Λαρισαίους.

Μάταια οι γονείς της Μεγιστούλας είπαν: - Μα έχουμε κλείσει σαλέ στην Ελβετία και θα πάμε για σκι στις Άλπεις.

Μάταια η μαμά του Ζιζανί είπε: Μα πάντα περνάμε τις γιορτές στο χωριό με τους παππούδες

Μάταια ο μπαμπάς του Σωφρονάκη είπε : Αποκλείετε, θα πάμε στην Βιέννη να ακούσουμε όπερα

Μάταια ο πατέρας του Σαλί είπε : -Θα πάμε στο σπίτι μας στην Αλβανία .

Τα παιδιά πάτησαν πόδι και κλάματα. Εδώ που τα λέμε απείλησαν κιόλας : -Άμα ξαναδιαβάσω να με βράσεις. Τους έδωσαν τελεσίγραφο : - Φέτος εμείς τα παιδιά θα γιορτάσουμε όλα μαζί στην κεντρική πλατεία , τελεία και παύλα.-

-Εγώ στην πλατεία με όλο αυτό το κιτσαριό δεν πάω δήλωσε η μητέρα της Ευγενούλας

-Δεν πειράζει απάντησε η Ευγενούλα. Θα ζητήσουμε να μας συνοδεύσουν οι καθηγητές μας.

Το άλλο παράξενο που διαπίστωσαν Λαρισαίοι γονείς , κάπως αργά είναι η αλήθεια, είναι ότι από τα σπίτια τους εξαφανίστηκαν όλα τα κόκκινα υφάσματα , αλλά και μερικά πράσινα καλής ποιότητας που είχαν φέρει κάποιοι από την Βιέννη.

Η πρωτοχρονιά αυτή θα μείνει αξέχαστη. Έκπληκτοι οι Λαρισαίοι είδαν δεκάδες κοκκινοσκουφίτσες να γεμίζουν την πλατεία. Κοκκίνισε η πόλη παρατάχτηκαν στο δρόμο που οδηγεί από την γέφυρα του ποταμού έως την πλατεία. Σχημάτισαν αλυσίδα κατά μήκος της γέφυρας. Ο Πηνειός φωτισμένος από εκείνα τα μοντέρνα στραβολαιμιασμένα φώτα που του φύτεψαν στις όχθες , καμάρωνε τα νιάτα της πόλης. Επικεφαλής κάθε ομάδας υπήρχε ένα ξωτικό ντυμένο στα πράσινα και έδινε οδηγίες. Εκεί γύρω στα μεσάνυχτα είδαν να φτάνει τρέχοντας μα χαμογελώντας αυτή η μικρή κυνηγημένη , με το κόκκινο σκουφί , ταγμένη πάντα να σώζεται. Η χλαπαταγή που ακολούθησε πώς να περιγράφει; Η Κοκκινοσκουφίτσα περιτριγυρισμένη από τα πρασινοντυμένα ξωτικά τραβούσε προς την κεντρική πλατεία και από κει στην έξοδο της πόλης .Οι βορεινοί λύκοι βλέποντας τις δεκάδες Κοκκινοσκουφίτσες να ουρλιάζουν και να χτυπούν ρυθμικά τα χέρια , έπαθαν πανικό , ζαλίστηκαν, γύριζαν γύρω από τον εαυτό τους. Είχαν χάσει την αγριάδα τους. Ποια ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα και ποια να πρώτο ακολουθήσουν ; Ήρθαν και θόλωσαν τα μάτια τους και η γλώσσα τους ακούμπησε στο δρόμο.

Στην πλατεία τώρα την ίδια σύγχυση έπαθαν και οι άνθρωποι. – Σώστε την κοκκινοσκουφίτσα , φώναζαν τα παιδιά. – Να οι κακοί λύκοι , τους έδειχναν τους λύκους που έφταναν σβουρίζοντας με τη γλώσσα έξω.

-Είμαστε όλοι κοκκινοσκουφίτσες βάλθηκαν να φωνάζουν , μεγαλώνοντας τον πανικό των λύκων που τώρα έψαχναν δρόμο για να φύγουν και καθόλου την Κοκκινοσκουφίτσα που άλλωστε ήταν και πολλές.

Πανικό όμως έπαθαν και τα εκατοντάδες πουλιά που ως γνωστόν κατοικοεδρεύουν στα δέντρα της πλατείας και άρχισαν νυχτιάτικα να σκούζουν όλα μαζί και να κουτσουλούν ανεξέλεγκτα στα κεφάλια των επισήμων.

Ο Ζιζανί ντυμένος ξωτικό με μια ομάδα κοκκινοσκουφίτσες σήκωναν πανό με συνθήματα περιβαλλοντολογικής ευαισθησίας : «Κάτω τα χέρια από τα πουλιά» «Να σωθεί η κοκκινοσκουφίτσα μα να μη χαθούν κι οι λύκοι» . Φώναζαν συνθήματα . ποδοβολούσαν , χειροκροτούσαν. Ο Σπόρος είχε αρπάξει μια γάτα και προσπαθούσε να την ντύσει κοκκινοσκουφίτσα , σκυλιά γαύγιζαν , οι ζωόφιλοι φώναζαν υπέρ των ζωών και στην σκηνή που είχε στηθεί στην πλατεία  , η τραγουδίστρια με κουτσουλημένη τη γούνα της αλαφιασμένη τραγουδούσε: « Αρχιμηνιά κι αρχή χρόνια κι αρχή κάλος μας χρόνος…»¨

Οι λύκοι μπερδεμένοι γύρισαν προς τα πίσω πέρασαν πάλι το ποτάμι , τη γέφυρα και ξοπίσω τους οι λαρισινές κοκκινοσκουφίτσες τους πρόγκιζαν. Ήταν τόση η σαστιμάρα των ζωντανών που τα Λαρισόπουλα σχεδόν τους λυπηθήκαν. Οι λύκοι κατάλαβαν ότι πήραν λάθος δρόμο όταν έφτασαν στην Μελούνα.

Αλλά και η Κοκκινοσκουφίτσα από την άλλη πλευρά κόντευε στα Τέμπη. Οι Λαρισαίοι την αποχαιρέτισαν στο Μακρυχώρι. Οι ταμίες των διοδίων παράτησαν τα πόστα τους και βγήκαν να την ξεπροβοδίσουν χειροκροτώντας.

Τα μηνύματα στους υπολογιστές το βράδυ ήταν επαινετικά. «Εύγε παιδιά» έλεγαν «Τιμήσατε την πόλη σας. Με τέτοιους νέους η Λάρισα έχει μέλλον καλό και βασική προοπτική να μπει στα παραμύθια»

Α! ναι. Ο γάτος του Σπόρου , επειδή είναι κεραμιδόγατος και δεν μπορεί κάνεις να τον πιάσει , έμεινε ντυμένος κοκκινοσκουφίτσα. Αν βρεθείτε στη Λάρισα θα τον πάρει κάνα μάτι σας , να τριγύρνα στην πλατεία στα κόκκινα.

-Μα τι στο καλό! Ποιος έστειλε τα μηνύματα ρωτάει ακόμα ο Σπόρος

-Το παγκόσμιο πνεύμα του καλού , τον περιπαίζουν χαμογελώντας οι υπόλοιποι

Όμως αυτήν την κουβέντα θα την κάνουμε στο επόμενο παραμύθι


Γράφει: Ο ειδικός συνεργάτης

΄΄Το παιδί που δεν κράτησε το μυστικό΄΄.


ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΛΑΚΟΥ

                        
                 

                                                          

                                    Πρώτη περίοδος.

Σ΄ένα χωριό της Λάρισας στα Αμπελάκια, ζούσε μια φτωχή οικογένεια. Αποτελούνταν από τρία άτομα τον πατέρα ο Ξυλουργός, την μητέρα η Tριανταφυλλένια και ο μονάκριβος γιός τους ο Tζούς. Όμως δυστυχώς τους ακολουθούσε μια κατάρα που δεν τους άφηνε ευτυχισμένους. Η οποία άρχισε πριν από πολλά χρόνια. Ο πατέρας της οικογένειας δηλαδή ο Ξυλουργός ήταν τότε έφηβος περίπου δεκαπέντε χρονών, όπου και αυτουνού οι οικογένεια ήταν φτωχή. Ο Ξυλουργός για να καλύψει τις οικονομικές ανάγκες της οικογένειας του, διότι ο πατέρας του δεν μπορούσε πια αφού ήταν γέρος αποφάσισε να παντρευτεί μια πλούσια γυναίκα, η οποία ήταν βαριά άρρωστη σωματικά και πνευματικά [δηλ.είχε σε μεγάλο βαθμό διανοητική καθυστέρηση και ήταν ανάπηρη]. Ο Ξυλουργός δεν την αγαπούσε και την εξαπατούσε με τον πιo απαίσιο τρόπο. Μετά από χρόνια ο Ξυλουργός ερωτεύτηκε μια άλλη γυναίκα την Τριανταφυλλένια την οποία θέλησε να παντρευτεί.Όμως ήταν στην μέση και η  πρώην γυναίκα του, την οποία για να την ξεφορτωθεί της έδωσε ένα χάπι και έτσι εκείνη πέθανε και εκείνος πήρε όλη την περιουσία της. Το καλοκαίρι ο Ξυλουργός έγινε δεκαεννιά και παντρεύτηκε την Tριανταφυλλένια και έκανε μαζί της ένα παιδί, τον Τζούς. Όμως όλα  καθορίζονταν πάνω σε μία διαθήκη. Η οποία έλεγε πως αν παντρευόταν άλλη δεν θα είχε κανένα μερίδιο στην περιουσία. Όταν ο Ξυλουργός το έμαθε σοκαρίστηκε και έτρεξε να ζητήσει εξηγήσεις στον πατέρα της πρώην γυναίκας του για ό,τι έλεγε η διαθήκη. Ο πατέρας της γυναίκας του Ξυλουργού δεν ήξερε τίποτα, διότι την διαθήκη την είχε υπογράψει η γυναίκα του η οποία βρισκόταν πολύ μακριά και δεν ήξεραν καν αν ζούσε. Μάλιστα του είπε το εξής- ΄΄αν θες να την βρείς πρέπει να ψάξεις πολύ... Εφόσον την βρείς πρέπει να την πείσεις να σου δώσει την εξουσία... Αλλά πρόσεξε μην πάρει χαμπάρι πως εξαιτίας σου πέθανε η κόρη της γιατί είναι ικανή να σε σκοτώσει... Πάρε λοιπόν αυτό το χαρτί και πήγενε να την βρείς... -Στο τέλος του τόνισε - ΄΄ Με μεγάλη προσοχή διότι αν το μάθει δεν θα βγείς ζωντανός από εκεί... - Εκείνη την στιγμή ο Ξυλουργός έμεινε άφωνος και του είπε . ΄΄που ξέρεις εσύ πως εγω σκότωσα την κόρη σου;... και γιατί είσαι τόσο ήρεμος; ... δεν σε νοιάζει που η κόρη σου πέθανε;...΄΄. ΄΄Αχ... γιέ μου... με παρεξήγησες... φυσικά και με νοιάζει η κόρη μου αλλά είδα την θετική πλευρά της υπόθεσης...΄΄. Απάντησε ο πατέρας. ΄΄Και πιά είναι αυτή η θετική πλευρά της υπόθεσης αυτής...;΄΄. ρώτησε ο Ξυλουργός.΄΄πως οι κόρη υπέφερε από την αρρώστια της και τώρα ξέρω πως  τώρα πια έχει λυτρωθεί από το θανατό της η ψυχή της...΄΄ του απάντησε ο πατέρας. Ο Ξυλουργός δεν είχε αντίρρηση σε αυτά που έλεγε ο πατέρας. Έτσι δέχτηκε να πάρει το χαρτί  όπου είχε το μέρος στο οποίο έπρεπε να πάει για να βρεί την σύζυγο του πατέρα της πρώην γυναίκας του. Έτσι ο Ξυλουργός την άλλη μέρα ξεκίνησε για να την βρεί. Την επόμενη μέρα έφτασε στην Έδεσσα. Λίγο αργότερα βγήκε στην πλατεία της να ρωτήσει αν κανείς είχε  ακούσει  για την μητέρα της πρώην γυναίκας του. Κανείς όμως δεν ήξερε ούτε είχε ακούσει για εκείνη. Τότε ο Ξυλουργός λυπήθηκε αλλά δεν έχασε της ελπίδες του και συνέχισε να ψάχνει.Το βράδυ έφτασε στη Σκύδρα όπου εκεί άκουσε για μια γυναίκα την οποία την ονόμαζαν Μάνα - Τζάρα. Κανείς όμως δεν την συμπαθούσε διότι ήταν κλεισμένη μέσα της, δεν μιλούσε σε κανέναν και δεν έβγαινε ποτέ έξω. Ο Ξυλουργός αποφάσισε να την συναντήσει όπου και το έκανε. Το επόμενο πρωί έφτασε στο σπίτι της. Το οποίο ήταν σκοτεινό, φθηνά διακοσμημένο και τρομακτικό. Όταν ο Ξυλουργός χτύπησε το κουδούνι εκείνει άνοιξε την πόρτα και μόλις τον είδε φώναξε και πήρε ένα πιστόλι για να τον σκοτώσει.Αμέσως μετά είπε - ΄΄Εσύ, πως τολμάς να έρχεσαι εδώ...;΄΄ τότε της απάντησε ο Ξυλουργός ΄΄ συγνώμη κυρία μου απλά για μια διαθήκη ήρθα για να μου δώσετε μερικές πληροφορίες για... ΄΄ Εκείνη την στιγμή τον διέκοψε η κακιά γυναίκα και του είπε ΄΄ Κανείς μα κανείς δεν θα πάρει την περιουσία της κακόμοιρης κόρης η οποία έπεσε θύμα στα σχεδιά σου...΄΄ και ο Ξυλουργός είπε ΄΄ Μα κυρία μου να σας εξηγήσω εγώ απλά... ΄΄ τότε λεεί η κακία μητέρα ΄΄ τι...; θα μου πείς πως δεν φταις...; πως η κόρη μου δεν πέθανε εξαιτίας σου...; εεε....΄΄ τότε ανταποκρίθηκε ο Ξυλουργός ΄΄Έχετε δίκιο απλά εγώ ήθελα να... ΄΄ του ξαναφωνάζει η κακιά μητέρα και του λέει ΄΄ Τί; θέλησες να ζήσεις τον ερωτά σου... να τον ζήσεις... αλλά... άκουσεμε προσεκτικά δεν θα είσaι ποτέ ευτηχισμένος... ο ένα γιος που θα αποκτήσεις και αυτός θα είναι δυστυχισμένος... θα υποφέρεις για όλα όσα έχεις κάνει στην κόρη μου...΄΄ Εκείνη την στιγμή ο Ξυλουργός άρχισε να πνίγεται από τις αμαρτίες του και της λέει ΄΄Ακούστε με έχετε κάθε δικαίωμα να ζητάτε εκδίκηση αλλά να σας εξηγήσω...΄΄ Του απαντάει η κακιά μητέρα΄΄ Μπαίνει εδω πέρα εξήγηση...; φύγε αν θες να ζήσεις... φύγε γιατί θα σε σκοτώσω... φύγεεεε....΄΄Ο Ξυλουργός τρόμαξε και άρχισε να τρέχει χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Για ένα ολόκληρο χρόνο έμενε σε ένα μικρό σπίτι στην Ξάνθη στη Μύκη μέχρι οπού μια μέρα αποφάσισε και είπε ΄΄ Πόσο άλλο θα μένω εδώ μακρία από την γυναίκα μου, φοβούμενος τον θανατό μου από μια γριά γυναίκα... τι μπορεί να μου κάνει...; την κατάρα της μου έδωσε μόνο.. δεν αντέχω... θα γυρίσω πίσω...΄΄ Τελικά κατάφερε να φτάσει στην Tριανταφυλλένια και ποτέ δεν τον βρήκε η κακιά μητέρα.  Μετά από πολλά χρόνια ο γιός του Ξυλουργού ο Τζούς είχε μεγαλώσει και ήθελε να μάθει για την διαθήκη. Μετά από μερικούς μήνες ο Ξυλουργός αρρώστησε από μια αρρώστια που ονομάζεται τακαμούρι. Ο πατέρας του Τζούς δηλαδή ο Ξυλουργός λίγο μετά αφού είχε φθάσει ο θανατός του  θέλησε να μιλήσει με τον γιο του. Δεν του είπε όλοι την αλήθεια αλλά τον συμβούλεψε και του είπε - ΄΄Γιέ μου, τώρα πια έφτασε η ώρα μου... Σειρά σου να προσέξεις αυτό το σπίτι που από μικρός συντηρώ... Θέλω να προσέχεις την μητέρα σου  και να κάνεις μια λαμπρή οικογένεια για να ζήσει κάτω από αυτήν την στέγη... Να ξέρεις πως σ΄αγαπώ και πως όπου και να είμαι θα σας προσέχω...΄΄ - Τότε ο Τζούς του απάντησε - ΄΄ Φυσικα και θα προσέχω την μητέρα μου καθώς και θα κάνω μια όμορφη οικογένεια για να γεμίσει αυτό το σπίτι με μικρά παιδιά... Όμως μπαμπά κάτι με αποσχολεί.... Σχετικά με εκείνη την διαθήκη... μπορείς να μου πείς τίποτε..;΄΄-  Εκείνη την στιγμή  Ξυλουργός νευρίασε και του είπε - ΄΄Πού άκουσες εσύ για τη διαθήκη...; τι σε νοιάζει αν υπάρχει...; δεν σου έχω δώσει αρκετά χρήματα για να εξασφαλίσεις τις ανάγκες της οικογενειάς σου...; νομίζω πως αυτά φτάνουν... Tι ζητάς τώρα...;΄΄ Kαι ο Τζούς του απάντησε ΄΄Μα γιατί νευρίασες μπαμπά εγώ μια απλή ερώτηση έκανα...; και φυσικά μου φτάνουν τα χρήματα που μου έδωσες... αλλά.... ΄΄Αμέσως μετά ανταποκρίθηκε ο Ξυλουργός ΄΄αλλά τι...; θες περισσότερα..; ξέρεις τι πέρασα εγώ στα νίατα σου για να συντηρήσω την οικογενειά μου...; ξέρεις δεν τα είχα όλα έτοιμα όπως εσύ... και ήμουν πιο μικρότερος από εσένα... άλλοι σαν και σένα ευνομονούν τον θεό γι΄αυτά που έχουν... τα οποία είναι ψήχουλα μπροστά σ΄αυτά που έχεις εσύ... και εσύ ζητάς κι΄άλλα...΄΄ Τοτε του απάντησε ο Τζούς ΄΄ Μπαμπά με παρεξήγησες.... δεν εννοούσα κάτι τέτοιο... απλά... θέλησα να μάθω έστω κάτι για αυτήν την διαθήκη... και αν μπορώ να  πάρω κατί σε αυτήν γιατί να μην το κάνω...; δεν έχω να χάσω τίποτε... έτσι και αλλιώς έχουμε οικονομική κρίση... ενω στην εποχή σου δεν είχατε... παραμόνο φτώχια... ξεπερνούσατε τα προβλήματα σας με τα αμπέλια και τις καλλιέργειές σας... εδω ό,τι παίρνουμε από τις καλλιέργειες το πληρώνουμε ακριβά... εσείς πληρώνατε...; βλέπεις λοιπόν να είναι το ίδιο...;΄΄. Εκείνη την στιγμή ο Ξυλουργός προβληματίστηκε, κάθησε ένα λεπτό να σκεφτεί και κατάλαβε πως ο γιός του ο Τζούς είχε δίκιο. Αλλά ήταν και η κακιά γυναίκα της πρώην αρρωστημένης γυναίκας του στην μέση. Και πως αν ψάξει και ασχοληθεί με την διαθήκη τότε μπορεί να πεθάνει.Έτσι του είπε΄΄ Γιέ μου, σε καταλαβαίνω... όλα όσα λες είναι σωστά αλλά.... δεν μπορώ να σου πω για την διαθήκη... τώρα μπορεί να μην καταλαβαίνεις αλλά κάποτε θα καταλάβεις... Τώρα σε παρακαλώ πήγαινε ... θα ήθελα να μείνω μόνος μου... Ευχαριστώ...΄΄΄.Εκείνη την στιγμή ο Τζούς απογοητεύτηκε και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι του. Λίγες ώρες μετά έφτανε η ώρα του θανάτου του Ξυλουργού ο οποίος πριν πεθάνει ζήτησε στον γιο του τον Τζούς να του υποσχεθεί πως δεν θα αναζητήσει την διαθήκη. Ο Τζούς αν και δεν συμφωνούσε του υποσχέθηκε και μετά το θάνατο του πατέρα του δεν ρώτησε ούτε έψαξε για πληροφορίες σχετικά με την διαθήκη.
 
Δεύτερη περίοδος.  
Μετά από 10 χρόνια ο Ζούς έπεσε σε μεγάλη οικονομική κρίση στο έτος του 2013. Όλα στην Ελλάδα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Άνθρωποι φτωχοί, παιδιά στους δρόμους αβοήθητα, άνθρωποι χωρίς δουλειά, όλα εξω από τον έλεγχο της χώρας. Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν και ο Τζούς όπου ήταν τσακισμένος από την φτώχεια διότι είχε σπαταλήσει όλη την περιουσία του πατέρα του και τώρα πρέπει να εξασφαλίσει χρήματα διότι αν δεν τα έχει τότε θα χάσει την οικογένεια του από την πείνα, το σπίτι του και τη ζωή του και πάνω απ΄όλα όμως σκεφτόταν τα παιδιά του διότι η γυναίκα του είχε πεθάνει από μια βαριά αρρώστια καρκίνου στον εγκέφαλο. Η μόνη λύση για τον Τζούς είναι να εξασφαλίσει την διαθήκη ξεχνόντας την υπόσχεση που έδωσε στον πατέρα του. Έτσι μια μέρα είπε ΄΄ Δεν μπορώ άλλο τα 'φτυσα ... πρέπει να κάνω κάτι άμεσα... μόνο η διαθήκη μένει... δεν μπορώ να κρατήσω την υποσχεσή μου... ο μπαμπάς μου μου είπε πως έκανε τα πάντα για την οικογενειά του... έτσι και εγώ θα προσπαθήσω για την οικογενειά μου... θα πάω να μάθω για την διαθήκη... και τώρα μάλιστα...΄΄ Έτσι πηγαίνει στο σπιτικό του στα Αμπελάκια και αναγκάζει την μητέρα του την Tριανταφυλλένια να του πεί την αλήθεια,όπου στο τέλος την μαθαίνει και λέει ΄΄ Τώρα καταλαβαίνω γιατι ο πατέρας μου μου έλεγε να μην ασχολούμαι με την διαθήκη... αλλά δεν μπορώ ... και γιατί να φοβάμαι...;τώρα μπορεί να είναι γρια... ίσως...ίσως και να έχει πεθάνει... ποίος ξέρει...;΄΄. Ο Τζούς δεν διστασε να αντιμετωπίσει την κακιά μητέρα της αρρωστημένης γυναίκας του πατέρα του γι΄αυτό γεμάτος αυτοπεποίθηση και γεναιότητα πήγε να τη συναντήσει στην Έδεσσα.  Την άλλη μέρα έφτασε στο μέρος εκείνο αλλά δυστυχώς δεν ήταν κανείς στο σπίτι της. Τότε ένας περαστικός είπε στον Τζούς ΄΄Την μάνα - τζάρα ψάχνεις ;΄΄ του είπε ο περαστικός ΄΄ ... ναι ... ΄΄ του απάντησε ο Τζούς.΄΄εδώ και χρόνια έχει φύγει΄΄ του είπε ο περαστικός. ΄΄και που πήγε;΄΄ ρώτησε ο Τζούς. ΄΄κανείς δεν ξέρει... πάντως κάποιοι έχουν ακούσει γι΄αυτήν... νομίζω  πως αυτή μπορούν να σε βοηθήσουν...΄΄.΄΄ποιοί; ΄΄ανταποκρίθηκε ο Τζούς. ΄΄να είναι μια γρία γυναίκα σε μια πόλη πιο πάνω... λένε πως αυτή γνωρίζει για το που πήγε.΄΄.΄΄και που πρέπει να πάω για να την βρώ;΄΄. ΄΄ αν πας στην Κρήτη στο Ηράκλειο, σ΄ένα χωριό που το λένε Ζαρός θα την βρείς.΄΄.΄΄ Ευχαριστώ ΄΄του απάντησε ο Τζούς. ΄΄Να ρωτήσω΄΄.ρωτάει ο περαστικός.΄΄ και βέβαια.. πες μου.΄΄του απαντάει ο Τζούς .΄΄γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ να μάθεις γι΄αυτήν την γυναίκα δεν έχεις ακούσει γι΄αυτήν...;΄΄.΄΄και βέβαια έχω ακούσει αλλά είναι προσωπικός λόγος.... Ευχαριστώ πάντως για την βοήθεια...΄΄. ΄΄τίποτε... στο καλό και να προσέχεις΄΄.΄΄Ευχαριστώ πολύ.΄΄ του απάντησε ο Τζούς και γεμάτος χαρά έτρεξε πρός την Κρήτη στο Ηράκλειο. Μερικές μέρες μετά ο Τζούς έφτασε στην Λεβαδειά στην Βάγια οπού εκεί έμεινε μια μέρα για να ξεκουραστεί. Την επόμενη μέρα εκεί που ξεκινούσε για την Κρήτη είδε ένα παιδί που φώναζε. Έτρεξε τότε δίπλα του και του ζήτησε να του εξηγήσει για το τι έχει. Ο μικρός είπε στον Τζούς -΄΄Κύριε ξέρετε... η μητέρα μου... δεν είναι καλά...΄΄. ΄΄και τι έχει΄΄. τον ρώτησε ο Τζούς.΄΄από την οικονομική κρίση η μαμά μου έχασε τον ελεγχό της... και ... τώρα πια.... έχει σοβαρά ψυχικά προβλήματα...΄΄. Τότε ο μικρός άρχισε να κλαίει μπροστά στον Τζούς. Ο Τζούς εκείνη την στιγμή τον λυπήθηκε και του είπε.΄΄ εγω ξέρω κάτι γιατροσόφια... μπορεί να μην έχω σπουδάσει για ψυχίατρος αλλά.... ίσως μπορέσω να βοηθήσω.... πάμε στην μητέρα σου...΄΄. Τότε ο μικρός χάρηκε και έστειλε τον Τζούς στο σπιτικό του. Όταν έφτασαν στο σπιτικό του μικρού ο Τζούς ζήτησε να συναντήσει την γυναίκα αυτή. Μόλις πήγε στο δωματιό της τότε της είπε - ΄΄Τι συμβαίνει σε σας κυρία μου... ΄΄ την ρώτησε ο Τζούς.΄΄εχώ τόσα προβλήματα που με πνίγουν... νιώθω μόνη... πως όλοι είναι εναντίον μου... πως όλοι θέλουν το κακό μου ακόμα και το παιδί μου μερικές φορές μισώ χερότερα και από τον εχθρό μου...΄΄απάντησε η γυναίκα. Τότε ο Τζούς της έδωσε μερικά χάπια για μερικούς μήνες. Μετά από επτά μήνες η γυναίκα αυτή έγινε καλά και είπε στον Τζούς- ΄΄ Ευχαριστώ.... γιέ μου... να σ΄έχει καλά ο θεός.... για χάρη σου είμαι καλά... εγώ και η οικογενειά μου... να΄σαι καλά..΄΄΄.Τότε ο άντρας της γυναίκας αυτής ευχαρίστησε τον Τζούς και του έδωσε 50.000 ευρώ. Έτσι, με χρήματα στην τσέπη έτρεξε για την διαθήκη. Μερικές μέρες μετά έφτασε στην Καλαμάτα στην Αρφαρά. Εκεί συνάντησε μια οικογένεια όπου η γυναίκα του σπιτιού έφευγε από το σπίτι τις νύχτες. Τότε ο πατέρας του σπιτιού  λέει στον Τζούς -΄΄Γιέ μου, μπορείς να με βοηθήσεις... Έχω σοβαρό πρόβλημα...΄΄.΄΄Φυσικά΄΄ του απάντησε ο Τζούς.΄΄Η γυναίκα μου τις νύχτες βγαίνει έξω΄΄απαντάει ο πατέρας.΄΄και γιατί ΄΄ρωτάει ο Τζούς. ΄΄δεν ξέρω...΄΄ του ξαναπαντάει ο πατέρας. ΄΄καλά... καλά... αν δεν την δω δεν μπορώ να σε βοηθήσω... πάμε σπίτι σου... Έλα...΄΄.Έτσι ο Τζούς με τον πατέρα πάνε στην γυναίκα αυτή. Μόλις φτάνουν στο σπίτι, ο Τζούς εξετάζει την γυναίκα  όπου δεν της βρίσκει κανένα σύμπτωμα. Ο πατέρας και ο Τζούς ξαφνιάστηκαν και δεν πίστευαν στα μάτια τους για την αλλαγή της συμπεριφοράς της γυναίκας. Τότε είπε ο Τζούς -΄΄Δεν βρίσκω κανένα πρόβλημα... αλλά... εσύ δεν είπες πως τα βράδια βγαίνει έξω ...; ΄΄.΄΄...ναι...΄΄ του απάντησε ο πατέρας. ΄΄ Τότε μπορεί να μην εμφανίζει σύμπτωμα τις μέρες αλλά τις νύχτες... ποιός ξέρει...; ας δούμε την νύχτα... εεε...΄΄του λεέι ο Τζούς. Έτσι λίγες ώρες μετά φτάνει η νύχτα και η γυναίκα βγαίνει έξω. Ο πατέρας μαζί με τον Τζούς την παρακολουθούσαν σε όλη την διάρκεια της φυγής της από το σπίτι. Μέχρις ότου έφτασαν σε μια σκοτείνη καλύβα σε ένα δάσος. Εκεί η γυναίκα μπήκε μέσα. Τότε μκήκαν μέσα και ο πατέρας με τον Τζούς και της ζήτησαν εξηγήσεις για το τι έκανε εκεί νυχτιάτικα. Εκείνη τους είπε πως εκεί είναι ο τάφος της κόρης της που είχε από έναν άνδρα που δεν αγάπησε ποτέ και που την ανάγκασε ο πατέρας της να παντρευτεί με αυτόν. Εκείνη την στιγμή ο Τζούς θυμήθηκε την ιστορία του πατέρα του γι΄αυτό και την βοήθησε. Η γυναίκα αυτή ήθελε να έχει τον τάφο της κόρης της κοντά της αλλά χωρίς να το μάθαινε ο άντρας της γιατί τον φοβόταν. Ο Τζούς μετακίνησε τον τάφο από την καλύβα και την πήγε κοντά της. Η γυναίκα μαζί με τον πατέρα ευχαρίστησαν τον Τζούς και του έδωσαν για αντάλαγμα 50.000 ευρώ. Έτσι με 100.000 χιλιάδες ευρώ στην τσέπη ξεκίνησε για την διαθήκη. Μερικές μέρες μετά έφτασε στο νησί των Κυθηρων [Τσιρίγο] στο Διακόφτι όπου εκεί έμεινε μια νύχτα. Εκεί συνάντησε μια γριά η οποία είχε πρόβλημα με την σκεπή του σπιτιού της και κάθε φορα που έβρεχε γέμιζε το σπίτι της με νερά. Λέει η γιαγιά στον Τζούς - ΄΄Γιέ μου, θα μου κάνεις μια χάρη΄΄. ΄΄Φυσικά..΄΄  της απαντάει ο Τζούς. ΄΄ θα μου χτήσεις την σκεπή... διότι όταν βρέχει γεμίζει το σπίτι με νερά... δεν έχω κανέναν... χρήματα δεν έχω... μπορείς καμάρι μου...;΄΄του είπε η γιαγιά. ΄΄και βέβαια μπορώ...΄΄απάντησε ο Τζούς. Έτσι έμεινε μία εβδομάδα όσπου έφτιαξε την σκεπή. Η γιαγιά για να τον ευχαριστήσει του λέει. ΄΄Έχω για σένα μια όμορφη κοπέλα ΄΄. Η γιαγιά δίνει στον Τζούς μια εικόνα της και εκείνος την ερωτεύεται με την μία. Η γριά δίνει πληροφορίες στον Τζούς για να την βρεί και του λέει πως πρέπει να πάει σε ένα νησί των Κυκλάδων στην Θήρα [Σαντορίνη] στο Καμάρι. Έτσι ο Τζούς ξεκινάει για την διαθήκη καθώς και για την κοπέλα. Οκτώ μέρες μετά ο Τζούς φτάνει στην Κρήτη στο Ηράκλειο και πηγένει στο σπιτικό της κακιάς γυναίκας για να πάρει την διαθήκη. Εκεί βλέπει μια γριά και πίστεψε πως μπορεί να είναι εκείνη και έτσι την πλησίασε. Όταν πλησίαζε ο Τζούς η γριά τον είδε και του είπε - Αν δεν κάνω λάθος είσαι ο γίος του ξυλουργού... ΄΄. ΄΄...ναι ... ΄΄ της  απάντησε ο Τζούς. ΄΄ ίδιος ο πατέρας σου... μα καλά ενω γνώριζες το κίνδυνο διακινδύνεψες την ζωή σου για τα χρήματα ;... να ξέρεις δεν είναι τα σημαντικότερα στην ζωή... ΄΄ . ΄΄Κοιτάξτε... η κρίση με έφερε σ΄αυτήν την κατάσταση... ζητάω λίγα χρήματα... η οικογενειά μου και εγώ στηριζόμαστε σ΄αυτά τα ... ξέρω πως είναι δικά σας τα χρήματα και της κόρης σας αλλά τα έχω ανάγκη... σας παρακαλώ... είμαι μόνος με τρία παιδιά και χωρίς γυναίκα...΄. της απαντάει ο Τζούς.΄΄Η κρίση προκάλεσε σ΄όλους προβλήματα όχι μόνο σε σένα... τα λίγα χρήματα που μου ζητάς δεν θα σε βοηθήσουν... η οικογένεια δεν μπορεί να ζήσει μόνο μ΄αυτά... πρέπει να υπάρχει σιγουριά... να έχεις δουλεία για να ζήσει όλοι οι οικογένεια σου... μην περιμένεις από την διαθήκη.΄΄.  Του απάντησε η γριά. ΄΄ Σας καταλαβαίνω κυρία μου... αλλά... τα χρειάζομαι... βοηθήστε με... η οικογενειά μου μπορεί να πεθάνει... δουλειά δεν υπάρχει... δεν είμαι σαν τον πατέρα μου ο οποίος απλά από καπρίτσιο ήρθε να διεκδικήσει την διαθήκη που την έχασε από ένα τραγικό λάθος εφόσον εξαπάτησε την κόρη σας και πως όταν σας είδε δεν σας αντιμετώπισε αλλά έτρεξε να γλιτώσει σαν μια αλεπού... εγω όμως δεν είμαι παρόμοιος με τον πατέρα μου... [εκείνη την στιγμή η γριά συγκινήθηκε και τον άκουσε με μεγάλη νοσταλγία]... Ό,τι και να πείτε έχετε δίκιο... η κόρη σας πέθανε εξαιτίας του πατέρα μου... γι΄αυτό και σας ζητάω συγνώμη... και να με καταλάβαιτε...΄΄της λέει ο Τζούς. ΄΄ Αχ... γιε μου ο θεός σου έδωσε ότι χριαζόσουνα για να ζήσεις... αλλά εσύ δεν ήξερες να τα χρησιμοποιήσεις σωστά... γι΄αυτό και τώρα δεν έχεις και ζητάς από την διαθήκη... Σε καταλαβαίνω μικρέ μου... δεν θέλω εξαιτιάς μου να χάσεις την οικογενειά σου... δεν θέλω εξαιτίας μου επειδή θέλω να πάρω εκδίκηση για τον θάνατο της κόρης μου να πεθάνει της πείνας η οικογενειάς σου...΄΄απάντησε η γιαγιά. ΄΄ Ευχαριστώ που με καταλαβαίνετε κυρία μου.΄΄. της ανταποκρίθηκε ο Τζούς. ΄΄ Μητέρα να με φωνάζεις γιέ μου... φάνηκες άξιος και γεναίος για την οικογενειά σου... αντίθετα με τον πατέρας σου ο οποίος ήταν φοβιτσιάρης... ναι... λοιπόν θα σου δώσω την διαθήκη... και να ξέρεις πως όποτε με χρειαστείς να ξέρεις πως θα είμαι εδω για να σε βοηθήσω... να έρχεσαι με την οικογενειά σου... να μην με ξεχάσεις...  αλλά... όχι απο ανάγκη επειδή σου έδωσα τη διαθήκη...  να θέλεις με όλη σου την καρδιά να έρχεσαι και όχι με μιση καρδιά... εντάξει μικρέ μου... ;΄΄ του απάντησε η γιαγιά ΄΄Δεν ξέρω πως να σας ευχαριστήσω... όχι με μισή καρδιά δεν θα έρχομαι αλλά με όλη μου την καρδιά... που έχω και που αυτήν την στιγμή πετάει απο την χαρά της... σας ευχαριστώ πολύ... χάρη σε σας τώρα εξασφαλίζω την υγεία της οικογενειάς μου... χίλια ευχαριστώ... ΄΄ . Η γριά έδωσε στον Τζούς την διαθήκη και γεμάτος χαρά ξεκίνησε για την Σαντορίνη. Μέρες μετά ο Τζούς έφτασε στην Σαντορίνη όπου συνάντησε την όμορφη κοπέλα η οποία ήταν ψηλή, ξανθιά με γαλανά μάτια. Ο Τζούς ξετρελάθηκε από την ομορφιά της και της ζήτησε χωρίς να χάνει χρόνο να τον παντρευτεί. Εκείνη δέχτηκε και έτσι παντρέυτηκε μαζί της. Λίγες μέρες μετά τον γάμο ο Τζούς δέχτηκε ένα τηλεφώνημα που τον αναστάτωσε, το οποίο έλεγε πως ο μικρός του γιός είχε ένα σοβαρό ατύχημα και πως η κατάστασή του είναι πάρα πολύ σοβαρή ίσως και θανατηφόρα. Ο Τζούς δεν ήθελε να χάσει άλλο χρόνο γι΄αυτό και είπε στην συζυγό του πως έπρεπε να πάνε στην Λάρισα. Όμως η σύζυγός του που την λέγανε Χάβρι δεν ήθελε διότι έιχε τον μπαμπά της με καρδιά και πως δεν μπορούσε να τον αφήσει. Ο Τζούς αναγκασμένος ξεκινάει για την Λάρισα ολομόναχος χωρίς την Χάβρι και λυπημένος. Μία εβδομάδα μετά ο Τζούς είχε φτάσει στα Αμπελάκια και χωρίς να χάνει χρόνο πήγε στο νοσοκομείο όπου έμαθε πως ο γιός του ήταν σε κώμα. Για τρείς ολόκληρους μήνες ο μικρός γιός του Τζούς ήταν σε κώμα.Ο Τζούς κάθε μέρα προσευχόταν να γίνει καλά ο γίος του μέχρι μια μέρα όσπου μαθαίνει πως η σύζυγός του η Χάβρι ήταν έγκυος. Ο Τζούς δεν μπορούσε να πάει δίπλα της διότι είχε τον γιό του γι΄αυτό και της υποσχεθηκέ πως όταν γίνει καλά ο γιός του θα πάει σε εκείνη. Δυστυχώς όμως ο μικρός γιός του Τζούς συνέχισε για επτά μήνες ακόμα να είναι σε κώμα. Ο Τζούς δεν άντεχε άλλο το ίδιο και η Χάβρι. Τότε κάποια στιγμή ο Τζούς θυμήθηκε πέντε λόγια του πατέρα του πριν τον θάνατό του - ΄΄ Γίε μου... μην αναζητήσεις ποτέ μα ποτέ αυτήν την διαθήκη... είναι καταραμένη... για όλα αυτός που φταίει είμαι εγω... δεν θέλω να υποφέρεις και εσύ... τώρα δεν με καταλαβαίνεις... αλλά κάποτε θά με θυμηθείς... αλλά...θα είναι πολύ αργά γίε μου... μην το ξεχάσεις... ΄΄ - Εκείνη την στιγμή ο Τζούς μίσησε τον εαυτό του αλλά όπως είχε πεί και ο πατέρας του τώρα ήταν  πια πολύ αργά. Ευτυχώς μετά από λίγα λεπτά έγινε ένα θαύμα και ο μικρός ξύπνησε και ο Τζούς δεν πίστευε στα μάτια του. Από την χαρά του  πήρε το τηλέφωνο για να χαρεί μαζί με την αγαπημένη του την Χάβρι. Όμως είχε και εκεί συμβεί μια στραβή  όπου η αγαπημένη του είχε εξαφανιστεί. Ο Τζούς δεν άντεχε αλλό και απο τον πόνο του έτρεξε στο Καμάρι για να μάθει για το που πήγε. Όταν ρώτησε κανείς δεν ήξερε. Ο Τζούς ήταν τόσο δυστυχισμένος όπου παραλίγο εκεί που οδηγούσε να έπεφτε στον γκρεμό.    
Τρίτη περίοδος.                     
Μετα από  10 χρόνια όλα είχαν αλλάξει. Ο Τζούς πήγαινε κάθε βράδυ στην γριά και μετά σε καφενεία όπου έπινε και μεθούσε από τον πόνο του. Η Χάβρι λίγες μέρες μετά την γέννα  είχε χάσει τον εαυτό της από την γέννα και είχε θελήσει  να αφήσει κάπου το παιδί της διότι δεν το ήθελε. Είχε πια τρελλαθεί και αφού έδωσε την κόρη της σε μια φτωχή οικογένια κλείστηκε σ΄ένα τρελοκομείο. Μια νύχτα ο Τζούς όπως πάντα πήγε σ΄ένα καφενείο για να πιεί. Τότε άκουσε μια φωνή που του θύμιζε την Χάβρι η οποία ήταν τραγουδίστρια. Ο Τζούς ξαφνιάστηκε και ζήτησε πληροφορίες από τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού που τον λέγανε Μπαρμπα - Γιάννη. Ο Μπαρπα - Γιάννης του είπε όλη την αλήθεια και ο Τζούς χάρηκε που επιτέλους βρήκε την χαμένη κόρη του. Χωρίς να χάνει χρόνο ο Τζούς είπε την αλήθεια στην μικρή που την λέγανε Μίριαμ πως ήταν ο αληθινός της πατέρας και έτσι άρχισε από εκείνη την στιγμή να αναπληρώνει το χρόνο που είχε χάσει τόσο χρόνια μακριά της. Πατέρας και κόρη περνούσαν όλη την ημέρα μαζί, μάθαιναν ο καθένας για τον άλλον και αγαπιόντουσαν πέρα από κάθετι. Όσπου μια μέρα η μικρή Μίριαμ λέει στον πατέρα της τον Τζούς - ΄΄ Πατέρα μου... μπορώ να σου μιλήσω...΄΄. ΄΄φυσικά ψυχή μου... πές μου...΄΄. της απάντησε ο Τζούς.΄΄ Ξέρεις μπαμπά έχει σχέση με την μαμά μου...την... Χάβρι...΄΄. Εκείνη την στιγμή ο Τζους πνιγόταν απο την απορία και την ανυπομονησία για να μάθει για εκείνη ωσπου ρωτάει την μικρή.΄΄που ξέρεις εσύ για εκείνη κόρη μου...; τόσα χρόνια την έψαχνα και δεν την βρήκα πουθενά...;΄΄. Τότε η μικρή λέει στον Τζούς πώς η μητέρα της είναι κλειδωμένη σ΄ένα τρελλοκομείο. Ο Τζούς έτρεξε σ΄αυτό το τρελλοκομείο. Μολις έφτασε εκεί ζήτησε να την δεί και αφού την είδε την πήρε από εκεί και πήγαν όλοι μαζί στην Λάρισα στα Αμπελάκια. Λίγα χρόνια μετά ενώ όλα πια είχαν ησυχάσει ο Τζούς παίρνει την διαθήκη και την δίνει πίσω στην γριά λεγοντάς της πως μπορεί να τα καταφέρει μόνος του χωρίς αυτήν. Η γριά εκείνη την στιγμή χάρηκε για την αλλαγή του Τζούς. Από τότε ο Τζούς δούλευε σ΄ένα νοσοκομείο όπου βοηθούσε όλους τους ανθρώπους ακόμα και τους φτωχούς χωρίς να τους αναγκάζει να πληρώνουν. Η γυναίκα του η Χάβρι δούλευε μαζί με την κόρη της την Μίριαμ σ΄ένα μαγαζί και η μητέρα του Τζούς έμενε σπίτι μαζί με την γριά γυναίκα. Ετσι όλοι μαζί έζησαν ευτυχισμένοι μακριά από την καταραμένη διαθήκη...

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Η Λάμια

 
Μια φορά και έναν καιρό - ή μάλλον δυο τρία χρόνια πριν - ένας αστυνομικός, διορίστηκε σε μία μικρή, ημιθανή επαρχία. Ζήτησε να πάει σε αυτό το μέρος με την πεποίθηση ότι θα ήταν ένα ήσυχο μέρος χωρίς εγκληματικότητα. «Το πολύ πολύ να συλλάβω κανέναν ανήλικο πιτσιρίκο που οδηγεί χωρίς δίπλωμα.», σκέφτηκε γελώντας , καθώς οδηγούσε προς το ερημωμένο χωριό.
          Όμως, όπως αποδείχθηκε, το χωριό ήταν καθετί άλλο παρά ήσυχο. Από την πρώτη εβδομάδα που πήγε εκεί ανακάλυψε ότι σκοτωνόταν βίαια άνθρωποι, σχεδόν κάθε βράδυ. Και, μεταξύ τους, είχαν σκοτωθεί όλοι οι αστυνομικοί που είχαν προσπαθήσει να εξιχνιάσουν το έγκλημα.     Ο αστυνόμος πανικοβλήθηκε. Σκέφτηκε να φύγει μακριά από αυτό το καταραμένο χωριό. Να μαζέψει τα πράγματά του και να τρέξει μακριά με την ίδια ταχύτητα που εγκαταστάθηκε. Τα βράδια κοιμόταν ελαφρά, με ένα όπλο στο κομοδίνο του, έτοιμος να αντιμετωπίσει το θύτη. Ο παραμικρός θόρυβος τάραζε τον ήδη ανήσυχο ύπνο του…
          Ένα βράδυ λοιπόν, το τελευταίο βράδυ πριν αποχωρήσει, ο αέρας που φυσούσε δυνατά σε συνδυασμό με την αγωνία του, τον κρατούσαν ξάγρυπνο. Σε μία στιγμή, νόμιζε ότι άκουσε ένα ουρλιαχτό. Προσπάθησε να το ξεχάσει, να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν ένα προϊόν της φαντασίας του. Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στην γλύκα του ύπνου. Νόμισε ότι άκουσε το παλιό, χαλασμένο παράθυρο να μην καταφέρει να διατηρήσει την αντίστασή του στο μαινόμενο αέρα και να ανοίγει βίαια. Αλλά τώρα ήταν σίγουρος ότι δεν είχε συμβεί τίποτα από αυτά.
     
      Τα γεμάτα παράπονο και πόνο νιαουρίσματα της γάτας του διατάραξαν το γαλήνιο ύπνο του. Τότε θυμήθηκε ότι ήταν σε επιφυλακή. Σηκώθηκε απότομα, αλλά άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο σαν το θρόισμα του χορταριού όταν έρπεται πάνω του, προσπαθώντας να ξεφύγει, ένα δυνατό και δηλητηριώδες φίδι. Η γάτα του είχε σταματήσει να διαμαρτύρεται. Και εάν κρίνει από τον τρόπο που σωριαζόταν στο πάτωμα, σαν πατημένο χαρτομάντιλο, δε θα ξανανιαουρίσει  ποτέ…
          Το επόμενο πρωί από το χαράματα ετοίμαζε τα πράγματά του, θορυβημένος έντονα από το χθεσινοβραδινό και στεναχωρημένος για το γατάκι. Αλλά δεν ήταν έτοιμος ακόμη. Όσο και αν έψαξε τα άλλα δύο του κατοικίδια δεν τα βρήκε. Ακόμη τα έψαχνε όταν, κατά το μεσημέρι τα δύο ζώα ήρθαν μπροστά του, φανερά ταλαιπωρημένα και λυπημένα.   «Συγγνώμη κύριε.», άκουσε μία γλυκιά, μελωδική φωνή από πίσω του. «Εσείς πρέπει να είστε ο καινούργιος αστυνόμος.»
«Μάλιστα» είπε μαγεμένος.
«Τότε πρέπει να ξέρετε για τους αιφνίδιους θανάτους.»
«Ξέρετε και εσείς» ρώτησε την πανέμορφη γυναίκα έκπληκτος.
«Αν μη τι άλλο, η βοήθεια μου σας είναι ανεκτίμητη.»
          Πράγματι, μιλούσαν όλη μέρα και του έδωσε πολλά διαφωτιστικά στοιχεία. Τον έπεισε να μείνει να συνεχίσει.
          Το βράδυ παραφυλούσε κρατώντας το πιστόλι, προσποιούμενος ότι κοιμάται. Τώρα ήταν έτοιμος να πιάσει το δολοφόνο. Δε φοβόταν πια. Ήλπιζε ότι ο μαινόμενος αέρας ήταν σύμμαχος του ενάντια στο δράστη και στην υπνηλία που, μετά από τόσες μέρες αϋπνίας που ήταν πιο έντονη από ποτέ. Άκουγε και τα ουρλιαχτά ανθρώπων αυτή τη φορά. Ξαναέκλεισε τα μάτια του μην καταλάβει ο δράστης ότι είναι ξύπνιος. Δεν έβλεπε πια την εικόνα του ημισκότεινου δωματίου του. Μία μόνο εικόνα
ζωγραφιζόταν στο μυαλό του. Της γυναίκας που συνάντησε σήμερα. Πριν καλά καλά το καταλάβει άφησε το Μορφέα να τον πάρει μακριά από το καθήκον του. Και πάλι άκουσε το αιφνίδιο άνοιγμα του παραθύρου αλλά ήταν κοιμισμένος, ανίκανος να αντιδράσει. Άκουσε τα ουρλιαχτά της άλλης γάτας του, πιο επίμονα. Ένιωθε παραλυμένος , υπνωτισμένος, μουδιασμένος. Προσπάθησε να το πολεμήσει. Όταν ξύπνησε, η δεύτερη γάτα κειτόταν ανήμπορη στο πάτωμα…
          Το επόμενο βράδυ, ήταν πολύ πιο εξοπλισμένος. Είχε βάλει ένα ειδικό βότανο που του είχε δώσει η κυρία Οχιά στο δυνατό καφέ του. Πολεμούσε όσο μπορούσε περισσότερο τη νύστα του. Ο αέρας λυσσομανούσε πιο άγρια από ποτέ. Οι κραυγές ανθρώπων που βασανιζόταν απάνθρωπα χτυπούσαν ανελέητα τα αυτιά του. Όλες οι σκέψεις είχαν μπερδευτεί στο κεφάλι του αλλά μόνο μία κυριαρχούσε: δε θα άφηνε το φονιά να ξεφύγει.
          Τα παράθυρά του έσπασαν, κοπανώντας στον τοίχο από το βίαιο άνοιγμα. Του ήρθε και πάλι η υπνηλία αλλά την έδιωξε. Άκουσε το τρίτο γατί του να ουρλιάζει αλλά τώρα θα το βοηθούσε. Έστρεψε το όπλο του προς αυτό και πάτησε τη σκανδάλη. Άκουσε και πάλι τον χαρακτηριστικό ήχο του θύτη. Το γατάκι του ήταν αναίσθητο, αλλά το αίμα του δράστη είχε δημιουργήσει ένα ποταμάκι προς την κατεύθυνση που έφυγε.
          Το ακολούθησε. Πέρασε το στοιχειωμένο δάσος και είδε μία μαυροφορεμένη γυναικεία φιγούρα να ωρύεται στο χώμα. Το χέρι της ήταν κατακόκκινο και της έλειπε το μικρό της δάχτυλο εκεί που την είχε βρει η σφαίρα. Ο αστυνόμος την αναγνώρισε. Ήταν η γυναίκα που είδε πριν λίγες μέρες και είχε κλέψει τις σκέψεις του. Έμεινε έκπληκτος. Αλλά , αντί να φύγει τρέχοντας  έμεινε σαν στήλη άλατος να την κοιτάζει.
          Αυτή , όταν τον αντιλήφθηκε, σήκωσε το πρόσωπό της , που ήταν λερωμένο ,
προς αυτόν. Τον κοιτούσε και τα μάτια της είχαν μια απεγνωσμένη έκφραση. Σχεδόν σαν εξαναγκασμένη, όρμηξε προς τα πάνω του.
          Όμως , όταν μύρισε το βότανο , έπεσε αποδυναμωμένη κάτω στο χώμα. Με φωνή που μόλις ακουγόταν , είπε:
«Σε παρακαλώ , μη με σκοτώσεις δεν φταίω εγώ, η κυρά Οχιά με καταράστηκε χρόνια πριν να γίνω έτσι γιατί ήθελε να παντρευτεί τον άντρα μου. Ο φθόνος της την ώθησε να με καταραστεί με ένα ξόρκι και να γίνω έτσι.»
          Ο αστυνόμος μόλις τα άκουσε αυτά έμεινε εμβρόντητος. Πήγε αποφασισμένος προς το σπίτι της μάγισσας για να την αντιμετωπίσει. Την είδε από το παράθυρο να αυτοσυγκεντρώνεται μπροστά από μία γυάλινη σφαίρα σε τέτοιο σημείο που είχε χάσει επικοινωνία με το δωμάτιο.
         
Άνοιξε σιγά-σιγά την ξεκλείδωτη πόρτα και την σημάδεψε στην καρδιά με το όπλο του. Όμως αυτή με μία κίνηση του χεριού της σταμάτησε την ορμή της σφαίρας  η οποία έπεσε κάτω σαν διακοσμητικό αντικείμενο.
          Γέλασε με χαρακτηριστικό σατανικό γέλιο και τον ρώτησε:
 «Στα αλήθεια νομίζεις ότι μπορείς να με αντιμετωπίσεις τόσο εύκολα;».
Έκανε μία κίνηση των χεριών της και ο αστυνόμος ένιωσε έντονη δυσφορία και αφόρητο πονοκέφαλο. Έπεσε κάτω ζαλισμένος.
          Μέσα στη θολούρα διέκρινε τη φιγούρα της Λάμιας να εμφανίζεται ξαφνικά και να σπάει τη γυάλινη σφαίρα.
«Όχι!!!!!!!! Τι έκανες;;;;» φώναξε απεγνωσμένα και απειλητικά η Οχιά.
Το νεανικό πρόσωπό της άρχισε να γερνά με γρήγορη ταχύτητα. Έκανε πίσω και το κάλυψε με ένα μαξιλάρι.
«Δεν αφήνουμε ποτέ τις μαγικές πηγές μας εκτεθειμένες Οχιά!» της είπε. «Ειδικά αφού τις προσέχουμε σαν τα μάτια μας εδώ και αιώνες.» Όμως η κυρά-Οχιά πια δεν την άκουγε… Είχε ζήσει αρκετά.
          Το υπόλοιπο, νομίζω το μαντεύετε. Η πρώην Λάμια και ο αστυνόμος παντρεύτηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι στο χωριό. Η Λάμια ποτέ δεν ξεπέρασε την ενοχή της για όλους αυτούς τους οποίους είχε κατασπαράξει αλλά ο αστυνόμος πάντα την παρηγορούσε θυμίζοντας της ότι δεν έφταιγε εξ’ ολοκλήρου αυτή.      
 
 
 
       
         
                                                       Ραχωβίτσα Αννίτα