Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Η Χριστουγεννιάτικη εργασία












Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι- Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

 

 Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και οι χιονισμένοι δρόμοι είχαν ερημώσει. Από τα φωτισμένα παράθυρα έρχονταν ήχοι από γέλια και τραγούδια. Όλοι ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τον Νέο Χρόνο. Δίπλα στο παράθυρο στεκόταν λυπημένο ένα κοριτσάκι. Το κουρελιασμένο της φουστάνι και η τριμμένη σάρπα της δεν την προστάτευαν από το κρύο και προσπαθούσε σκληρά για να μην ακουμπήσει τα ξυπόλητα πόδια της στο παγωμένο έδαφος. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα όλη την ημέρα και φοβόταν να γυρίσει σπίτι, γιατί ο πατέρας της σίγουρα θα θύμωνε. Έτσι κι αλλιώς, στην υγρή και σκοτεινή σοφίτα που έμενε δεν θα ήταν πολύ πιο ζεστά. Τα δάχτυλα της μικρής είχαν παγώσει. Αν άναβε ένα σπίρτο; Τι θα έλεγε όμως ο πατέρας της για μια τέτοια σπατάλη; Διστακτικά, έβγαλε ένα σπίρτο και το άναψε. Τι όμορφη ζεστή φλόγα! Η μικρή την έκλεισε στη χούφτα της και ξαφνικά είδε μέσα στο φως της να καίει ένα μεγάλο λαμπερό τζάκι. Το κοριτσάκι άπλωσε τα χέρια στη ζεστή θαλπωρή του, αλλά ακριβώς τότε το σπίρτο έσβησε και η εικόνα χάθηκε. Το βράδυ φαινόταν τώρα πιο σκοτεινό και το κρύο γινόταν πιο τσουχτερό. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμάκι της μικρής. Αφού δίστασε για αρκετή ώρα, άναψε ακόμα ένα σπίρτο. Αυτή το φορά η λάμψη μεταμορφώθηκε σε μια τεράστια τζαμαρία. Πίσω από αυτήν βρισκόταν στρωμένο ένα γιορτινό τραπέζι γεμάτο φαγητά και φωτισμένο από ένα κηροπήγιο. Με τα χέρια ανοιχτά προς τα φαγητά η μικρή πέρασε μέσα από το τζάμι αλλά και αυτό το σπίρτο έσβησε και η μαγική σκηνή μαζί του. Η καημενούλα, μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα είχε πάρει μια γεύση από όλα όσα της είχε αρνηθεί η ζωή της: ζεστασιά και καλό φαγητό. Το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει και έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο, ελπίζοντας να γνωρίσει κι αυτή για λίγο τόση ευτυχία. Άναψε το τρίτο σπίρτο και τότε συνέβη κάτι ακόμα πιο θαυμαστό: Μπροστά της είχε τώρα ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο με εκατοντάδες κεριά, παιχνίδια και πολύχρωμες μπάλες. "Τι όμορφο" αναφώνησε η μικρή κρατώντας ακόμα το σπίρτο. Το σπίρτο της έκαψε το δάχτυλο και έσβησε κι αυτό με τη σειρά του. Το φως των χριστουγεννιάτικων κεριών ανέβηκε ψηλά, ψηλότερα, όλο και πιο ψηλά και τότε ένα από τα φώτα έπεσε, αφήνοντας μια γραμμή πίσω του. "Κάποιος πεθαίνει" σιγομουρμούρισε το κοριτσάκι. Όπως έλεγε η αγαπημένη της γιαγιά: "Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια καρδιά σταματάει να χτυπάει". Σαν υπνωτισμένη η μικρή άναψε ένα ακόμα σπίρτο. Αυτή τη φορά είδε τη γιαγιά της. "Γιαγιά, μείνε μαζί μου" ικέτευσε και άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να μην εξαφανιστεί και η γιαγιά όπως οι προηγούμενες εικόνες. Η γιαγιά δεν εξαφανίστηκε, αλλά την κοίταζε χαμογελαστά. Άνοιξε τα χέρια της και η μικρή την αγκάλιασε κλαίγοντας: "Γιαγιά, πάρε με μαζί σου". Ξημέρωσε ένας χλωμός ήλιος πάνω στους παγωμένους δρόμους της πόλης. Στο έδαφος το άψυχο σώμα ενός μικρού κοριτσιού, περικυκλωμένο από χρησιμοποιημένα σπίρτα. "Καημενούλα" είπε ένας περαστικός. "Προσπαθούσε να ζεσταθεί". Όμως τότε, η μικρούλα βρισκόταν ήδη πολύ μακριά, κάπου όπου δεν υπάρχει κρύο, πείνα και πόνος.

Hans Christian Andersen


Δώστε μια δική σας εκδοχή του γνωστού παραμυθιού του Άντερσεν, αισιόδοξη ή απαισιόδοξη, παλιά ή σημερινή, στη χώρα μας ή στη χώρα του παραμυθιού. Αφήστε τη φαντασία σας ελεύθερη. Αναλύστε το παραμύθι και στη συνέχεια αποφασίστε σε ποια σημεία του θα παρέμβετε.
Οι ιστορίες σας πρέπει να έχουν φθάσει το μέιλ του προγράμματος dimiourgikigraphi.paramythi@yahoo.gr ως τις 7/1/2013 τα μεσάνυχτα, διότι ως γνωστόν μετά η άμαξα κλπ κλπ κλπ...

ΚΑΛΗ  ΕΠΙΤΥΧΙΑ!!!


Ήταν Αύγουστος ,η τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Είχε πολύ ζέστη, ίσα με 40 βαθμούς. Το κοριτσάκι καθόταν σε ένα πεζοδρόμιο και πουλούσε τα σπίρτα του. Ήταν ορφανό από μητέρα και ο πατέρας του το κακομεταχειρίζονταν. Τα αδέρφια του δεν του έδιναν σημασία καθόλου και το χτυπούσαν συνέχεια.

         Το κοριτσάκι πουλούσε τα σπίρτα του και πολλές φορές φώναζε’ Σας παρακαλώ, αγοράστε ένα πακέτο σπίρτα .Αν δεν μαζέψω λίγα λεφτά, ο πατέρας μου θα με χτυπήσει και δεν ξέρω κι εγώ τι μπορεί να μου κάνει’ Το κοριτσάκι δεν μπορούσε να αντέξει με τόσο ζέστη. Δεν είχε καθόλου φαγητό, αλλά, ούτε νερό. Εκείνη τη στιγμή, πέρασε μια νεαρή γυναίκα, τη λυπήθηκε και αγόρασε 2 πακετάκια με σπίρτα. Το κοριτσάκι ευχαρίστησε τη γυναίκα. Μόλις έφυγε η γυναίκα, ακούστηκε ένας θόρυβος. Ήταν το νιαούρισμα ενός αδύνατου, βασανισμένου και πεινασμένου γατιού. Το κοριτσάκι το είδε, το λυπήθηκε και το πήρε στην αγκαλιά του, αλλά δεν είχε τίποτα να του δώσει να φάει. Σκέφτηκε, όμως, ‘έχω λίγα λεφτά, γιατί δεν πάω να πάρω λίγο γάλα; Πήγε στο κοντινότερο μπακάλικο και αγόρασε μόνο ένα κουτί γάλα, γιατί δεν του έφταναν τα χρήματα  να πάρει άλλο ένα. Σκέφτηκε να το δώσει στο γατάκι     που πεινούσε πολύ. 

          Την επόμενη μέρα, ένας κύριος με το παιδάκι του , είδε το κοριτσάκι και το γατάκι να κοιμούνται σε μία άθλια κατάσταση. Τις λυπήθηκε και αγόρασε πολλά πακέτα με σπίρτα. Το κοριτσάκι μάζεψε αρκετά χρήματα, αφού σιγά-σιγά πουλούσε κι άλλα σπίρτα. Μάλιστα, ο περισσότερος κόσμος ασχολούνταν με το γατάκι και όλοι περνούσαν καλά.

           Το κοριτσάκι πήγε στο σπίτι του με το γατάκι και πάρα πολλά λεφτά. Ο πατέρας της την αγκάλιασε και τη φίλησε. Της είπε συγχαρητήρια και ήταν πολύ χαρούμενος . ‘Το γατάκι με βοήθησε να πουλήσω όλα τα σπίρτα ‘είπε το κοριτσάκι

            Από τότε η οικογένεια του μικρού κοριτσιού ήταν όλο χαρά κι ευτυχία, καθώς όλα τα μέλη πολύ αγαπημένα.

                                                                 

 

                                                                           ΚΑΒΑΖΙΔΗ ΜΑΡΙΑ   Α1



ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΑ ΦΑΝΑΡΙΑ.                                                                                                                                                                                                                        Ήταν Δεκέμβριος έφταναν επιτέλους τα χριστόυγεννα που όλοι περίμεναν.Όλοι μαζί συγγενείς και φύλοι μαζέυονταν για να περάσουν μαζί τις καταπληκτικές γιορτές των χριστουγένων.Άπο την αρχή του μήνα άρχησαν όλοι να στολίζουν τα δέντρα,να κολλάνε στα παράθυρα όμορφες μικρές εικόνες του αϊ Βασίλη,να κρεμούν μεγάλες κάλτσες για δώρα,να φτίαχνουν μελομακάρονα και να αγοράσουν δώρα για τους αγαπημένους τους.Μ΄όλες αυτές τις ετοιμασίες κανείς έδεινε σημασία σ΄ενα μικρό κοριτσάκι που ήταν στα φανάρια και σκούπιζε τζάμια.Όλοι έτρεχαν για να προλάβουν να πάρουν αυτά που θέλουν πρίν νυχτώση.Το μικρό αυτό όμως  κοριτσάκι έμενε σε σκεπαζμένο μέρος μαζί με τον πατέρα της ο οποίος την κακομεταχηριζόταν και την ανάγκαζε να πηγένει στα φανάρια για να σκουπήζει τζάμια αυτοκινήτων.Την ημέρα των χριστουγέννων ο πατέρας του μικρού κοριτσιού της είπε να πάει να στα φανάρια και να μην τολμήσει να γυρίσει χωρίς να μαζέψει χρήματα.Μέσα στη νύχτα το κοριτσάκι να κρυώνει απο το κρύο, χωρίς καλά σκεπασμένα ρούχα, τα χέρια της να τρέμουν, να πέφτει χιόνι και εξαιτείας αυτού του γεγονόντος  το μικρό κοριτσάκι δεν έβλεπε μπροστά της.Όταν έφτασε   στα    φανάρια      άρχησε να ζητάει να καθαρήσει τα τζάμια κάθε αυτοκινήτου που περνούσε.Κανείς όμως δεν της έδεινε σημασία λόγο της βιασύνεις τους να προλάβουν για της ετοιμασίες.Μέχρι τα άγρια χαράματα το κοροτσάκι έμενε στα φανάρια και τούς δρόμους και περείμενε να δει κανένα αυτικίνητο, μέχρι όπου κατάλαβε  πως δεν θα περάσει κανείς πια γιατι πέρασε η ώρα και όλοι πια είνε στα σπίτια τούς  και γιορτάζουνε τα χριστούγεννα.Θέλησε να γυρίσει πίσω στο σπίτι γιατί δεν άντεχε άλλο στο κρύο, αλλά φοβόταν την αντίδρασει του μπαμπά της για αυτο και αποφάσησε να μείνει στους δρόμους.Πέρασε από έναν δρόμο και όταν είδε γύρο της θαμπόθηκε από την ομορφία του μέρους.Πέρασε από όλα τα σπίτια είδε μητέρες να ταϊζουν να παιδιά τους,οικογένεις να είναι μαζί και να γιορτάζουν ευτηχισμένα και τότε έσκηψε το κεφάλι της και ένιωσε μια λύπη που εκείνη δεν έχει μια οικογένεια.Τοτε έκλεισε τα μάτια και άρχησε να φαντάζεται διάφορα όμορφα πράγματα όπως την ζεστασιά του σπιτιού, την μητέρα να την χαϊδέβη, το μεγάλο χριστουγενιάτικο τραπέζι,τα δώρα που θα έπερνε,το μεγάλο χριστουγενιάτικο δέντρο και όλοι την ευτηχία που θα ζούσε αν είχε μια οικογένεια.Όταν το κορίτσι συνέχιζε να φανταζόταν,βρέθηκε μπροστά της ένα μικρό και όμορφο σκυλάκι το οποίο και αυτό δεν είχε οικογένει και πηνούσε.Αλλά το κορίτσι δεν είχε τη να του προσφέρει παραμόνο την αγγαλιά της.Έτσι αγγαλιαζμένη και η δύο μαζι πέρασαν την νύχτα μες στο κρύο.Το αλλό πρωί που ήταν πρωτοχρονία μια γιαγιά την είδε και συγκινήθηκε,έτρεξε κοντά της και την είδε να κοιμάτε.Χωρίς να την ξυπνήσει η γιαγιά πήρε το μικρό κοριτσάκι και την πήγε στο σπίτι της.Όταν το κοριτσάκι ξύπνησε άρχησε να φοβάτε αλλά η γιαγιά της είπε πως θα είνε κοντά της και πως θα την βοηθήσει.Την πήρε, της έκανε ένα καλό ζέστο μπανάκι,της έπλεινε τα δοντάκια της,της φόρεσε καλά σκεπασμένα ρούχα,την άφησε κοντά  στο τζάκι για να ζεσταθή,της έδωσε ένα πλούσιο πρωινό και την ασφάλεια που χριαζόταν.Έτσι πέρασαν μαζι την πρωτοχρονία,η γιαγιά ποτέ δεν την παράτησε μέχρι να μεγαλώσει αλλά και γιατί έκείνη ήταν μόνοι της.                                                                                         ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΛΑΚΟΥ Β3


TO ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

 
‘Ήταν  Δεκέμβριος η τελευταία μέρα του χρόνου. Χιόνιζε ασταμάτητα και η μεγάλη πόλη είχε  σκεπαστεί με ένα κατάλευκο πέπλο , ενώ το σούρουπο έπεφτε μουντό. Στους χιονισμένους δρόμους χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά φορτωμένοι με πακέτα δώρων. Μα κανείς δεν έδινε σημασία στο μικρό κοριτσάκι με τα σπίρτα. Άδικα το μικρό ορφανό κοριτσάκι διαλαλούσε τη φτωχική πραμάτεια της και σίμωνε  δειλά τους περαστικούς, ζητώντας με σβηστή φωνή να αγορά σουν ένα κουτάκι με σπίρτα. Άδικα ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει, αφού δεν είχε κανέναν στο κόσμο. Νύχτωνε και όλοι βιάζονταν να επιστρέψουν στα ζεστά τους σπίτια, στην οικογενειακή τους θαλπωρή, στο γιορτινό τραπέζι με τα ωραία φαγητά και  το όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι διαβάτες ήταν τυλιγμένοι με τα ζεστά τους πανωφόρια, τα μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ως  τα αυτιά και τα κασκόλ γύρω από το λαιμό τους. Ξαφνικά μια γιαγιούλα την πλησίασε και της είπε αν θέλει να πάει να μήνη μα ζει της γιατί  δεν έχει κανέναν και μένει μόνη της. Το κορίστα φυσικά και δέχτηκε και η γιαγιά την πήρε μαζί της και της έδωσε κάτι να φάει και να πιει. Τότε το κοριτσάκι πήγε κοντά στην σόμπα για να ζεσταθεί  και κοιμήθηκε. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα.       
ΘΕΟΔΩΡΑ ΦΑΚΑ Β3
 
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Στους χιονισμένους δρόμους της Αθήνας ένα φτωχό κοριτσάκι περιπλανιόταν μόνο του με τα λίγα παλιά και σκισμένα ρούχα και παπούτσια που φορούσε προσπαθώντας να πουλήσει τα ελάχιστα υπάρχοντά του, λίγα σπιρτόκουτα και χαρτομάντιλα. Ήλπιζε πώς αυτήν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μέρες που ήταν οι περαστικοί όλο και κάτι θα αγόραζαν από αυτήν για να την βοηθήσουν. Ο πατέρας της ήταν άνεργος και η μητέρα της που δούλευε ως καθαρίστρια ήταν βαριά άρρωστη στο κρεβάτι. Ζούσαν σε μία πολύ φτηνή γκαρσονιέρα που νοίκιαζαν, χωρίς θέρμανση στην Κυψέλη.
Παγωμένη από το κρύο και το χιόνι κάθισε σε μια γωνιά έξω από ένα πολύ πλούσιο σπίτι να ξαποστάσει. Παρατηρούσε τους περαστικούς να περνάνε βιαστικοί με τα ζεστά πανωφόρια τους, τις μπότες τους, και τα γάντια τους. Ήταν γεμάτοι δώρα στα χέρια τους κουτά με γλυκά, κρασιά και ότι άλλο ήταν απαραίτητο για το Πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Το μικρό κοριτσάκι τους κοιτούσε με λαχτάρα και ευχόταν να είχε και αυτή κάτι από όλα αυτά, να γινόταν καλά η μαμά της και ο μπαμπάς της να έβρισκε δουλειά. Με την αχνή φωνούλα της σχεδόν ψιθύριζε στους περαστικούς να αγοράσουν κάτι. Αλλά ποιος είχε ανάγκη τέτοια μέρα από ένα κουτί σπίρτα ή ένα πακέτο χαρτομάντιλα;
Η ώρα περνούσε και δεν είχε πουλήσει τίποτα. Φοβόταν να γυρίσει σπίτι και να πει απογοητευμένη στους γονείς της ότι δεν είχε βγάλει ούτε 1ευρώ. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι αφού οι περισσότεροι ήταν μες τα ζεστά σπίτια τους και γιόρταζαν. Κουρασμένη όπως ήταν την πήρε ο ύπνος έξω από εκείνο το αρχοντικό σπίτι. Οι καλεσμένοι ξεκίνησαν να καταφθάνουν για να γιορτάσουν την αλλαγή του χρόνου και ούτε που πρόσεξαν το μικρό κοριτσάκι έτσι όπως ήταν κουρνιασμένο στην άκρη του σπιτιού.
Μόλις είχε ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση από τον δήμαρχο της πόλης για την αλλαγή του χρόνου. Το κοριτσάκι δεν κατάλαβε τίποτα αφού κοιμόταν και έβλεπε ένα πολύ ωραίο όνειρο. Ονειρευόταν ότι ζούσε μαζί με την οικογένειά της σε ένα μεγάλο σπίτι και γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά όλοι μαζί πίνοντας, τρώγοντας και τραγουδώντας.
Ξαφνικά ξύπνησε τρομάζοντας από τα πυροτεχνήματα και τότε κατάλαβε πως μόλις είχε αλλάξει ο χρόνος. Δεν είχε σε ποιον να ευχηθεί καλή χρονιά, και τότε άκουσε φωνές και γέλια από την πόρτα του σπιτιού. Οι νοικοκυραίοι και οι καλεσμένοι είχαν βγει έξω στον κήπο για να δουν τα πυροτεχνήματα. Τότε ένας από αυτούς είδε το μικρό κοριτσάκι και το λυπήθηκε. Φώναξε και τους άλλους και αποφάσισαν να το κρατήσουν και να το βοηθήσουν. Της έδωσαν να φάει, της προσέφεραν ζεστά ρούχα και της έστρωσαν να κοιμηθεί.
Το επόμενο πρωί το κοριτσάκι ξύπνησε, ευχαρίστησε τους νοικοκυραίους και τους εξήγησε πώς είχε η κατάσταση, δηλαδή ότι ο πατέρας της ήταν άνεργος, η μητέρα της άρρωστη και ότι έτρωγαν από τα συσσίτια του δήμου. Έτσι τους ικέτευσε να αγοράσουν κάτι από αυτά που πουλούσε. Αυτοί αποφάσισαν να βοηθήσουν το κοριτσάκι και του είπαν να έρχεται στο σπίτι τους κάθε μεσημέρι και να παίρνει φαγητό για αυτήν και την οικογένειά της. Επίσης αποφάσισαν να προσλάβουν τον μπαμπά της στην εταιρεία που δουλεύουν και να βοηθήσουν την μητέρα της να γίνει καλά πηγαίνοντας την σε μια κλινική.
Το κοριτσάκι συγκινήθηκε με την την καλή τους πράξη και τους αγκάλιασε σφιχτά. Αυτοί ανταπέδωσαν πρόθυμα. Έτσι από τότε το κοριτσάκι δεν ξαναβγήκε στους δρόμους να πουλήσει σπίρτα και χαρτομάντιλα και έζησε μαζί με την οικογένειά της χαρούμενα και ευτυχισμένη.
ΜΑΤΙΝΑ ΤΖΙΜΟΥΡΤΟΥ Β3
 

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΙΣ ΛΑΜΠΑΔΕΣ
 
Ηταν ανασταση και ολοσ ο κοσμοσ περπατουσε βιαστικα στουσ δρομουσ,κρατωντασ λαμπαδεσ και φαναρακια.η νυχτα εκεινη ηταν κρυα και ο αερασ δυνατοσ.
Ολοι περπατουσαν ευτιχισμενοι περιμενοντασ με ανυπομονησια τισ γιορτινεσ ωρεσ που πλησιαζαν.Ολοι εκτοσ απο ενα φτωχο κοριτσι πουπουλουσελαμπαδεσ.Τριγυρνουσε χωρισ ενα σκουφο να προστατευει το κεφαλι τησ απο το κρυο.Στα ποδια τησφορουσε ενα ζευγαρι παλια μεγαλα σταρακια,που ηταν δωρο τησ θειασ τησ,καποτε ομωσ ειχε χασει τη μια καθωσ ετρεχε να αποφυγει μια μηχανη που κοντεψε να τη πατησει.
Μεσα στη σκισμενη τσαντα τησ κουβαλουσε μερικεσ λαμπαδεσ που τισ πουλουσε στουσ περαστικουσ εκεινη τη νυχτα.Εκεινοι ομωσ τη προσπερνουσαν και μερικοι τη κοροιδευαν κιολασ.
Εκεινο το βραδυ δε καταφερε να πουλησει ουτε μια λαμπαδα.Ετσι δε μπορουσε να επιστρεψει στο σπιτι τησ γιατι φοβοταν πωσ ο πατριοσ τησ θα τη μαλωνε.
Αφου περπατησε πολυ ωρα αποφασισε να κατσει σε μια γωνια του δρομου.Η καημενη,αυτο που τησ ελειπε περισσοτερο δεν ηταν τα πλουσια γευματα και τα φανταχτερα ρουχα αλλα η ζεστασια ενοσ σπιτικου και η αγαπη.
<<ισωσ αν αναβα μια λαμπαδα,θα μπορουσα να ζεσταθω εστω και λιγο>>,σκεφτηκε.Εβγαλε λοιπον τον αναπτηρα που ειχε απο τη θεια τησ,και αναψε τη λαμπαδα. Το λαμπρο φωσ τησ αλλαξε εντελωσ τη σκοτεινη και παγωμενη εικονα τησ γωνιασ οπου ειχε κατσει το κακομοιρο κοριτσι.
Η μικρη φανταστηκε οτι καθονταν κοντα σε ενα τεραστιο σωμα του καλοριφερ και οτι ζεστενονταν.Η ζεστη την τυλιγε στην αγκαλια τησ.Ομωσ η λαμπαδα εσβησε και μαζι και το ονειρο τησ.
Παιρνοντασ κουραγιο ,το κοριτσι εβγαλε αλλη μια λαμπαδα και την αναψε με τον αναπτηρα.Αυτη τη φορα το φωσ ηταν τοσο εκτυφλωτικο που ο τοιχοσ του σπιτιου εγινε διαφανησ και το κοριτσι βρεθηκε μαζι με τα αδελφια τησ καθισμενη σ'ενα μεγαλο τραπεζι με σαλατεσ ,μαγειριτσα,κουλουρια και πασχαλινα αβγα.
Ομωσ,την ωρα που ηταν ετοιμη να γραπωσει το κουταλι τησ,η λαμπαδα εσβησε και τησ εμεινε μονο λιγο λιωμενο κερι.
Τοτε αναψε μια τριτη λαμπαδα και μεσα απο τη λαμψη τησ,εμφανιστηκε η θεια τησ.Η θεια τησ ειχε πεθανει εδω και καιρο,και ηταν ο μονοσ ανθρωποσ που την ειχε αγαπησει.
-θεια μου,τησ ειπε το κοριτσι.Παρε με μαζι σου,εκει,ψηλα στον ουρανο.Μην με αφησεισ εδω που κρυωνω και κανεισ δε με αγαπα.Η θεια πηρε το κοριτσι στα χερια τησ και την ανεβασε μαζι τησ στον ουρανο.
καποιοι που επεστρεφαν μετα την ΑΝΑΣΤΑΣΗ ,βρηκαν το σωμα του πεθαμενου κοριτσιου.Το προσωπακι της ηταν ευτιχισμενο.
 
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ Β3


Ήταν Δεκέμβριος,η τελευταία μέρα του χρόνου.Χιόνιζε από την προηγούμενη μέρα και όλος ο κόσμος ήταν έξω είτε για ψώνια είτε επειδή έπαιζαν χιονοπόλεμο.Ήταν όλοι χαρούμενοι λόγω των εορτών πράγμα που ξεχνούμε τα προβλήματα που βιώνουμε την σημερινή εποχή.Κρατούσαν δώρα για την Πρωτοχρονιά.Όμως,μια οικογένεια κοιμόταν στους δρόμους σκεπασμένη με μια κουβέρτα ζητώντας τουλάχιστον ένα κομμάτι ψωμί.Έλλειπε μόνο ένα μέλος της.Αυτό πλέον είχε τη δικιά του οικογένεια και το δικό της σπίτι χωρίς όμως να ασχολείται με την υπόλοιπη οικογένειά της .Οι γονείς της έβλεπαν τους περαστικούς με τα ζεστά ρούχα τους,τα μπουφάν τους ,τα γάντια φορεμένα στα χέρια τους και εύχονται να είχαν και αυτοί.Έβγαζαν το κέρδος τους πουλώντας σπίρτα.Όμως ποιος θα αγόραζε τα σπίρτα τέτοια ώρα?Ερχόταν όλο αναμνήσεις από τις οικογενειακές στιγμές που έζησαν.Η κόρη τους καθώς διασκέδαζε στο σπίτι της ήρθαν στο μυαλό οι αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια και ξεχνούσαν πόσο χαρούμενη θα ήταν αν ήταν οι οικογένεια μαζί της.Για αυτό ξεκίνησε να βρει στους δρόμους και να τους προσφέρει ένα πιάτο φαί,λίγη ζεστασιά.Καθώς περνούσε η ώρα η ελπίδα της σιγά σιγά μειώνονταν και ήταν έτοιμη να τα παρατήσει.Όμως, σε ένα σοκάκι του δρόμου βλέπει την οικογένειά της.Τρέχει γρήγορα να τους μαζέψει και να τους βάλει στο αυτοκίνητο της για να γιορτάσουν όλοι μαζί.Φτάνοντας στο σπίτι χαρούμενη που βρήκε την οικογένειά της γιόρταζαν όλοι μαζί τον ερχομό του νέου έτους.

Παγώνα Ράπτη

Ήταν Δεκέμβριος, η τελευταία μέρα του χρόνου.Έβρεχε ακατάπαυστα και η μεγάλη πόλη έμοιαζε στο μεγαλύτερο μέρος της σαν μικρές λιμνούλες, ενώ το σούρουπο έπεφτε μουντό.Στους βροχερούς δρόμους χαρούμενοι λόγω των εορτών αλλά και στεναχωρημένοι λόγω της οικονομικής κρίσης διαβάτες κρατούσαν ελάχιστες σακούλες από τα γιορτινά τους ψώνια.Μέσα σε αυτούς και ένα διαφορετικό κοριτσάκι.Ήταν ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που είχε πολλούς υπηρέτες τόσο να την υπηρετούν όσο και να της κρατούν τις σακούλες από τα ψώνια,ενώ φορούσε και πολύ φανταχτερά ρούχα.Απ΄ότι φαίνεται αυτήν και την οικογένειά της δεν τις έχει επηρεάσει η οικονομική κρίση.Όταν νύχτωσε όλοι έτρεξαν να πάνε στο σπιτικό τους που μπορεί να είχε λίγες λιχουδιές αλλά είχε όλη την οικογένεια μαζεμένη γύρω από το τραπέζι ενώ το πλούσιο κοριτσάκι θα είχε ένα τραπέζι γεμάτο λιχουδιές αλλά θα περνούσε αυτή τη μέρα ολομόναχη.Ξαφνικά,χτύπησε το τηλέφωνο του κοριτσιού και τι να ακούσει "Η οικογένειά της χρεοκόπησε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και ήταν αναγκασμένη να πουλήσει σπίρτα.Στεναχωρημένη από την είδηση που άκουσε βγήκε στο τσουχτερό κρύο και καθόταν σε μια γωνιά πουλώντας σπίρτα.Όμως, ήταν βράδυ Παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλοι ήταν στα σπίτια με την οικογένειά τους και περίμεναν την έναρξη του νέου έτους.Περιμένοντας στο κρύο το κοριτσάκι άναψε ένα σπίρτο και στο μυαλό του πέρασαν οι ζεστές αλλά μοναχικές μέρες που περνούσε στο γεμάτο ανέσεις σπίτι της.Τότε ένα δάκρυ κύλησε στα ροδαλά μάγουλα της και το σπίρτο έσβησε.Άναψε άλλα δύο σπίρτα προκειμένου να ζεσταθεί και κάθε φορά της ερχόταν ωραίες πρωτοχρονιάτικες φαντασιώσεις που κάποια στιγμή στη ζωή της ήταν μiα πραγματικότητα.Καθώς περνούσε η ώρα από κάθε γωνιά της μεγάλης πόλης ακούγονταν πρωτοχρονιάτικα τραγούδια και γέλια.Εκείνη την στιγμή το κοριτσάκι ένιωσε ένα πόνο στην μικρή της καρδούλα και άρχισε να σπαράζει σε κλάματα ενώ σκεφτόταν πως ποτέ δεν είχε κανένα δικό της άνθρωπο δίπλα της καθώς συνέχεια ήταν μόνη της.Μέσα σε αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού.Όταν ξύπνησε το πρωί το κοριτσάκι βρισκόταν σε ένα ζεστό κρεβάτι και από πάνω της στέκονταν οι νοικοκυραίοι του σπιτιού περιμένοντας να ξυπνήσει.Μόλις συνήλθε οι νοικοκυραίοι την πήραν αμέσως αγκαλιά.Τότε, το κοριτσάκι δάκρυσε καθώς δεν είχε ξανανιώσει ποτέ στη ζωή τέτοια αγάπη και στοργή μέσα σε μια οικογένεια.Από τότε το κοριτσάκι έζησε σε αυτό το σπίτι και ήταν πάντοτε ευτυχισμένο.

Ασημίνα Ράπτη 




Η ΛΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ




Ήταν Ιούλιος. Ο πιο ζεστός μήνας του έτους . Η πόλη ήταν έρημη , γιατί οι άνθρωποι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους λόγω καύσωνα . Στα σοκάκια λίγοι άνθρωποι βάδιζαν βιαστικά προκειμένου να περάσουν το μεσημέρι τους μέσα στα δροσερά σπίτια τους.Μα κανένας δεν έδινε σημασία στη μικρή κοπέλα με τα τριαντάφυλλα . Όλοι οι κόποι της μικρής Λίνας που έκανε πολλές προσπάθειες να πουλήσει έστω και ένα μπουκέτο μπουμπούκια έπεσαν στο κενό . Το μόνο που κατάφερε ήταν να πουλήσει μόνο ένα μπουκέτο και αυτό με πολύ κόπο . Οι άνθρωποι δεν είχαν ώρα για μια πλανόδια πωλήτρια .

Οι περαστικοί ήταν με κοντομάνικα και αμάνικα . Η Λίνα ήταν εκτεθειμένη στον ήλιο γιατί όπου υπήρχε ίσκιος υπήρχαν και τραπεζάκια καφετέριας ή όταν η μικρούλα πήγαινε κάτω από τέντες μαγαζιών οι μαγαζάτορες την έδιωχναν αμέσως .

Τα αυτοκίνητα κατευθύνονταν προς την παραλία , για το καλοκαιρινό μπάνιο των ανθρώπων στη θάλασσα . Η Λίνα πήγε σε εκείνο το δρόμο μήπως πουλήσει κάτι αλλά τίποτα . Οι οδηγοί έκλειναν κατευθείαν τα παράθυρα για να αποφύγουν την ανεπιθύμητη θέα της κοπέλας .

Κόντευε βράδυ . Η Λίνα περιφέρονταν σε όλη την πόλη με τα τριαντάφυλλά της. Το βράδυ θα το περνούσε όπως όλα τα άλλα .Αλλά όμως η βροχή της χάλασε τα σχέδιά της και έτσι θα αναγκαζόταν να κοιμηθεί στις οικοδομές. Οι γονείς της την παράτησαν, όταν ήταν μωρό και τη μεγάλωνε η γιαγιά της, η οποία πέθανε.

Η κυρία Σοφία είναι η κυρία, η οποία μένει σε ένα σπίτι κοντά στη λεωφόρο, που πουλούσε η Λίνα τα τριαντάφυλλά της . Η Σοφία είναι μια γυναίκα σε ηλικία σαράντα πέντε χρονών , δεν έχει παιδιά και περνά τις περισσότερες ώρες μόνη της . Από το παράθυρο είδε τη μικρή και της άνοιξε την πόρτα . Η Λίνα ήταν μεθυσμένη από τη μυρωδιά της κουζίνας, που μύριζε σπιτική τάρτα . Της έδωσε καθαρά ρούχα και της έστρωσε το κρεβάτι να κοιμηθεί .Η Λίνα είχε πολύ καιρό να νιώσει τη ζεστασιά και τη στοργή ενός κοντινού ανθρώπου. Το ίδιο και η Σοφία .
Από εκείνη την ημέρα και μετά η Σοφία δεν αποχωρίστηκε ποτέ της τη Λίνα . Η Λίνα ένιωθε τη Σοφία σαν τη πραγματική της μητέρα και η Σοφία τη Λίνα σαν πραγματική της κόρη . Το μικρό κορίτσι βρήκε επιτέλους τη θαλπωρή που τόσο πολύ αναζητούσε, βρήκε τη ζεστή αγκαλιά που επιθυμούσε και ένα λόγο για τον οποίο άξιζε να ζει και να υπάρχει.



Η ζωή της Σοφίας απέκτησε νόημα ,είχε αποκτήσει το παιδί που τόσο πολύ ονειρευόταν να φροντίζει, της δόθηκε η ευκαιρία να προσφέρει αγάπη…Η Σοφία επιμελήθηκε την ανατροφή και τη μόρφωση της Λίνας και σιγά- σιγά μετά από χρόνια η Λίνα δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από όλα τα κορίτσια της ηλικίας της

και οι δύσκολες στιγμές που πέρασε ξεχάστηκαν σαν ένα κακό όνειρο…..

ΑΡΓΥΡΑΚΟΥΛΗ ΕΒΕΛΙΝΑ Β1



Ήταν Δεκέμβριος, παραμονή Χριστουγέννων. Χιόνιζε ασταμάτητα και η μεγάλη πόλη είχε σκεπαστεί με ένα κατάλευκο πέπλο, ενώ το σούρουπο έπεφτε μουντό. Στους χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, να προλάβουν να αγοράσουν όλα τα δώρα για τους δικούς τους. Να προλάβουν να αγοράσουν όλα τα φαγητά για το γιορτινό τραπέζι. Οι ήδη φορτωμένοι φανταχτερά δώρα έψαχναν να βρουν και άλλα δώρα, να γεμίσουν τις γιορτινά ζωγραφισμένες σακούλες τους ακόμη πιο πολύ. Κανένας όμως δεν πρόσεξε ένα ρακένδυτο κοριτσάκι που προσπαθούσε να πουλήσει τα σπίρτα του. Όσο και αν φώναζε, λέγοντας ότι δεν ζητιανεύει αλλά ήθελε να πουλήσει τη φτωχική πραμάτεια για να ζήσει κανένας δεν την πρόσεχε.

Η ώρα είχε ήδη περάσει και το καημένο παιδάκι κατάλαβε ότι κανένας δεν θα αγόραζε τα σπίρτα του. Την παραμονή της πιο πλούσιας γιορτής του έτους κανένας δεν θα αγόραζε σπίρτα ενώ στο σπίτι του τον περίμενε μία μεγάλη φωτιά δίπλα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η φτωχή μικρούλα πάλι θα γυρνούσε σε εκέινη την κακή κυρία που την εμπιστεύτηκε η καημένη η μαμά της πριν τη νικήσει η ανίατη αρρώστια. Και αυτή η κυρία θα απογοητευόταν τόσο πολύ που και πάλι θα τη μαύριζε στο ξύλο και θα την άφηνε στο δρόμο. Όχι, ειδικά μία τόσο παγωμένη νύχτα! Το κορίτσι έβαλε τα δυνατά της να μην αφήσει και πάλι τα καυτά δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά της. Ξέρει ότι δεν ωφελεί!

Όμως τι να κάνει; Στάθηκε σε μία γωνιά και κοίταξε στο εσωτερικό ενός σπιτιού. Μία μαμά αγκάλιασε το μικρό παιδάκι της για να μην κρυώσει. Τα μάτια της μικρούλας με τα σπίρτα βούρκωσαν. Τότε κάθισε στο πλατύσκαλο ενός άλλου σπιτιού και έβγαλε ένα σπίρτο. Δεν μπορούσε να αντέξει το κρύο πια. Η κακή κυρία δε θα το καταλάβαινε.

Καθώς άναψε το σπίρτο, με τα μάτια της φαντασίας της η μικρούλα μες στη λάμψη είδε μία εικόνα γεμάτη ομορφιά, τρυφερότητα και ευτυχία. Είδε ότι ήταν και πάλι με την οικογένειά της σε ένα γιορτινό, στολισμένο τραπέζι. Ύστερα όμως, η φλόγα τρεμόπαιξε και έσβησε.

Η μικρούλα δε δίστασε να ανάψει και δεύτερο σπίρτο. Η εικόνα της οικογένειάς της ξαναεμφανίστηκε. Αυτή τη φορά αυτή έλειπε από εκεί. Ύστερα όμως, η φλόγα τρεμόπαιξε και έσβησε.

Έκλεισε τα μάτια της και είδε χίλια σπίρτα να περιτριγυρίζουν το ίδιο γιορτινό τραπέζι. Τώρα όμως ήταν αληθινό. Πήγε και κάθισε μαζί με τους δικούς της. Τώρα πια ήταν ευτυχισμένη. Ούτε κρύωνε, ούτε πεινούσε, ούτε ένιωθε μόνη πια.

                                                                                                              Ραχοβίτσα Αννίτα Β3


       Ήταν Δεκέμβριος. Η Λάρισα ήταν στρωμένη από χιόνι! Όλες οι οικογένειες βρίσκονταν στους δρόμους χαζεύοντας τις βιτρίνες και διαλέγοντας τα δώρα των Χριστουγέννων.
       Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μόνο το κοριτσάκι τους έβλεπε έρημους λόγω τις φτώχιας που βίωνε πουλώντας σπίρτα στα πεζοδρόμια. Ενώ όλα πήγαιναν τέλια για όλους αυτή ήταν δυστυχισμένη! Ώσπου μια μέρα πέρασε μια κυρία από μπροστά της. Εκείνη παρακαλούσε : «Αγοράστε ένα κουτάκι σπίρτα. Σας παρακαλώ!» Η κυρία την ρώτησε πόσων χρονών είναι και εκείνη της απάντησε 14. Εκείνη , αμέσως την σήκωσε από κάτω και την πήρε μαζί της. Το κοριτσάκι την ακολούθησε. Μετά από λίγα λεπτά έφτασαν σε ένα μεγάλο εστιατόριο. Εκεί έκατσαν , έφαγαν περνώντας δύο ώρες  συζήτησης. Αφού η γυναίκα κατάλαβε την άσχημη κατάσταση του κοριτσιού το γύρισε πίσω στο σπίτι του. Αυτή η κυρία τελικά ήταν μια πλούσια ιδιοκτήτρια εταιρίας και έτσι μπόρεσε να δώσει ένα χρηματικό ποσό στην μητέρα του κοριτσιού. Η γυναίκα αυτή έμεινε στο μυαλό του κοριτσιού γιατί με αυτά τα χρήματα που έδωσε στην μητέρα της πήρε ένα χριστουγεννιάτικο δώρο μετά από πολλά χρόνια!
        Εκείνος ο χειμώνας δεν ήταν πια τόσο ψυχρός για αυτή!
Βαγγέλης Χριστοδούλου
Τμήμα: Β3

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και οι δρόμοι της χιονισμένης Αθήνας είχαν ήδη ερημώσει. Όλοι βρίσκονταν σε ρεβεγιόν με φίλους και οικογένεια και γλεντούσαν. Άλλοι πάλι, στόλιζαν το δέντρο τους γεμάτη χαρά ακούγοντας μουσική και τσιμπολογώντας μελομακάρονα. Από τα φωτισμένα παράθυρα έρχονταν ήχοι από γέλια και τραγούδια. Όλοι ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τη μεγάλη μέρα, που θα φάνε γαλοπούλα και άλλες νοστιμιές. Μόνο ένα κοριτσάκι φαίνεται να μη διασκέδαζε την φοβερή αυτή βραδιά. Καθόταν δίπλα στο παράθυρο λυπημένο με την κουρελιασμένη της μπλούζα και το σκισμένο παντελόνι της, τα οποία σίγουρα δεν την προστάτευαν από το κρύο και προσπαθούσε σκληρά για να μην ακουμπήσει τα ξυπόλητα πόδια της στο παγωμένο έδαφος. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα όλη την ημέρα και φοβόταν να γυρίσει σπίτι, γιατί ο πατέρας της σίγουρα θα θύμωνε. Έτσι κι αλλιώς, στην υγρή και σκοτεινή σοφίτα που έμενε δεν θα ήταν πολύ πιο ζεστά. Τα δάχτυλα της μικρής είχαν παγώσει. Αν άναβε ένα από τα σπίρτα; Σκέφτηκε ότι ήταν κακή ιδέα, γιατί ο πατέρας της θα οργίαζε κυριολεκτικά αν το μάθαινε αυτό. Όμως, αφού ήταν ο μόνος τρόπος να ζεσταθεί, έστω και όσο πατάει η γάτα, έβγαλε ένα σπίρτο και το άναψε. Τι όμορφη ζεστή και κόκκινη φλόγα! Η μικρή την έκλεισε στη χούφτα της και ξαφνικά είδε μέσα στο φως της να καίει ένα μεγάλο λαμπερό τζάκι. Πάνω στο τζάκι ήταν κρεμασμένες κάτι κατακόκκινες χριστουγεννιάτικες κάλτσες, που περίμεναν εκεί τον Άγιο Βασίλη, να αφήσει τα δώρα σε αυτές. Επίσης, στο τζάκι ήταν ακουμπισμένα γλυκά πάνω σε μία τεράστια, όμορφη πιατέλα. Το κοριτσάκι άπλωσε τα χέρια στη ζεστή θαλπωρή του, αλλά ακριβώς τότε το σπίρτο έσβησε και η εικόνα χάθηκε. Το βράδυ φαινόταν τώρα πιο σκοτεινό και το κρύο γινόταν πιο τσουχτερό. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμάκι της μικρής. Αφού δίστασε για αρκετή ώρα, άναψε ακόμα ένα σπίρτο. Αυτή το φορά η λάμψη μεταμορφώθηκε σε μια τεράστια τζαμαρία. Πίσω από αυτήν βρισκόταν στρωμένο ένα γιορτινό τραπέζι γεμάτο φαγητά και φωτισμένο από ένα κηροπήγιο. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ποικιλία φαγητών για ολόκληρο στρατό, όπως γαλοπούλα, πατάτες και άλλα πολλά πεντανόστιμα τρόφιμα, που όμως το κοριτσάκι ήξερε ότι ποτέ δεν θα είχε. Με τα χέρια ανοιχτά προς τα φαγητά η μικρή πέρασε μέσα από το τζάμι αλλά και αυτό το σπίρτο έσβησε και η μαγική σκηνή μαζί του. Η καημενούλα, μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα είχε πάρει μια γεύση από όλα όσα της είχε αρνηθεί η ζωή της: ζεστασιά και καλό φαγητό.  Οι γονείς της δεν είχαν ποτέ χρήματα για κάτι τέτοιο, αφού ο πατέρας της ήταν άνεργος και η μαμά της έβγαζε μεροκάματο μόνο από το να καθαρίζει σπίτια και σκάλες. Όσο για τα δώρα; Αυτό και αν ήταν ένα άπιαστο όνειρο για εκείνη. Το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει και έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο, ελπίζοντας να γνωρίσει κι αυτή για λίγο τόση ευτυχία. Άναψε το τρίτο σπίρτο και τότε συνέβη κάτι ακόμα πιο θαυμαστό: Μπροστά της είχε τώρα ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο με εκατοντάδες κεριά, παιχνίδια και πολύχρωμες μπάλες. "Τι όμορφο" αναφώνησε η μικρή κρατώντας ακόμα το σπίρτο. Το σπίρτο της έκαψε το δάχτυλο και έσβησε κι αυτό με τη σειρά του. Το φως των χριστουγεννιάτικων κεριών ανέβηκε ψηλά, ψηλότερα, όλο και πιο ψηλά και τότε ένα από τα φώτα έπεσε, αφήνοντας μια γραμμή πίσω του. "Κάποιος πεθαίνει" σιγομουρμούρισε το κοριτσάκι. Όπως έλεγε η αγαπημένη της γιαγιά: "Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια καρδιά σταματάει να χτυπάει". Σαν υπνωτισμένη η μικρή άναψε ένα ακόμα σπίρτο. Αυτή τη φορά είδε τη γιαγιά της. "Γιαγιά, μείνε μαζί μου" ικέτευσε και άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να μην εξαφανιστεί και η γιαγιά όπως οι προηγούμενες εικόνες. Η γιαγιά δεν εξαφανίστηκε, αλλά την κοίταζε χαμογελαστά. Άνοιξε τα χέρια της και η μικρή την αγκάλιασε κλαίγοντας: "Γιαγιά, πάρε με μαζί σου". Ξημέρωσε ένας χλωμός ήλιος πάνω στους παγωμένους δρόμους της πόλης. Στο έδαφος το άψυχο σώμα ενός μικρού κοριτσιού, περικυκλωμένο από χρησιμοποιημένα σπίρτα. "Καημενούλα" είπε ένας περαστικός. "Προσπαθούσε να ζεσταθεί". Όμως τότε, η μικρούλα βρισκόταν ήδη πολύ μακριά, κάπου όπου δεν υπάρχει κρύο, πείνα και πόνος.
Λουκάς Χριστοδούλου Β3