Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

΄΄Το παιδί που δεν κράτησε το μυστικό΄΄.


ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΛΑΚΟΥ

                        
                 

                                                          

                                    Πρώτη περίοδος.

Σ΄ένα χωριό της Λάρισας στα Αμπελάκια, ζούσε μια φτωχή οικογένεια. Αποτελούνταν από τρία άτομα τον πατέρα ο Ξυλουργός, την μητέρα η Tριανταφυλλένια και ο μονάκριβος γιός τους ο Tζούς. Όμως δυστυχώς τους ακολουθούσε μια κατάρα που δεν τους άφηνε ευτυχισμένους. Η οποία άρχισε πριν από πολλά χρόνια. Ο πατέρας της οικογένειας δηλαδή ο Ξυλουργός ήταν τότε έφηβος περίπου δεκαπέντε χρονών, όπου και αυτουνού οι οικογένεια ήταν φτωχή. Ο Ξυλουργός για να καλύψει τις οικονομικές ανάγκες της οικογένειας του, διότι ο πατέρας του δεν μπορούσε πια αφού ήταν γέρος αποφάσισε να παντρευτεί μια πλούσια γυναίκα, η οποία ήταν βαριά άρρωστη σωματικά και πνευματικά [δηλ.είχε σε μεγάλο βαθμό διανοητική καθυστέρηση και ήταν ανάπηρη]. Ο Ξυλουργός δεν την αγαπούσε και την εξαπατούσε με τον πιo απαίσιο τρόπο. Μετά από χρόνια ο Ξυλουργός ερωτεύτηκε μια άλλη γυναίκα την Τριανταφυλλένια την οποία θέλησε να παντρευτεί.Όμως ήταν στην μέση και η  πρώην γυναίκα του, την οποία για να την ξεφορτωθεί της έδωσε ένα χάπι και έτσι εκείνη πέθανε και εκείνος πήρε όλη την περιουσία της. Το καλοκαίρι ο Ξυλουργός έγινε δεκαεννιά και παντρεύτηκε την Tριανταφυλλένια και έκανε μαζί της ένα παιδί, τον Τζούς. Όμως όλα  καθορίζονταν πάνω σε μία διαθήκη. Η οποία έλεγε πως αν παντρευόταν άλλη δεν θα είχε κανένα μερίδιο στην περιουσία. Όταν ο Ξυλουργός το έμαθε σοκαρίστηκε και έτρεξε να ζητήσει εξηγήσεις στον πατέρα της πρώην γυναίκας του για ό,τι έλεγε η διαθήκη. Ο πατέρας της γυναίκας του Ξυλουργού δεν ήξερε τίποτα, διότι την διαθήκη την είχε υπογράψει η γυναίκα του η οποία βρισκόταν πολύ μακριά και δεν ήξεραν καν αν ζούσε. Μάλιστα του είπε το εξής- ΄΄αν θες να την βρείς πρέπει να ψάξεις πολύ... Εφόσον την βρείς πρέπει να την πείσεις να σου δώσει την εξουσία... Αλλά πρόσεξε μην πάρει χαμπάρι πως εξαιτίας σου πέθανε η κόρη της γιατί είναι ικανή να σε σκοτώσει... Πάρε λοιπόν αυτό το χαρτί και πήγενε να την βρείς... -Στο τέλος του τόνισε - ΄΄ Με μεγάλη προσοχή διότι αν το μάθει δεν θα βγείς ζωντανός από εκεί... - Εκείνη την στιγμή ο Ξυλουργός έμεινε άφωνος και του είπε . ΄΄που ξέρεις εσύ πως εγω σκότωσα την κόρη σου;... και γιατί είσαι τόσο ήρεμος; ... δεν σε νοιάζει που η κόρη σου πέθανε;...΄΄. ΄΄Αχ... γιέ μου... με παρεξήγησες... φυσικά και με νοιάζει η κόρη μου αλλά είδα την θετική πλευρά της υπόθεσης...΄΄. Απάντησε ο πατέρας. ΄΄Και πιά είναι αυτή η θετική πλευρά της υπόθεσης αυτής...;΄΄. ρώτησε ο Ξυλουργός.΄΄πως οι κόρη υπέφερε από την αρρώστια της και τώρα ξέρω πως  τώρα πια έχει λυτρωθεί από το θανατό της η ψυχή της...΄΄ του απάντησε ο πατέρας. Ο Ξυλουργός δεν είχε αντίρρηση σε αυτά που έλεγε ο πατέρας. Έτσι δέχτηκε να πάρει το χαρτί  όπου είχε το μέρος στο οποίο έπρεπε να πάει για να βρεί την σύζυγο του πατέρα της πρώην γυναίκας του. Έτσι ο Ξυλουργός την άλλη μέρα ξεκίνησε για να την βρεί. Την επόμενη μέρα έφτασε στην Έδεσσα. Λίγο αργότερα βγήκε στην πλατεία της να ρωτήσει αν κανείς είχε  ακούσει  για την μητέρα της πρώην γυναίκας του. Κανείς όμως δεν ήξερε ούτε είχε ακούσει για εκείνη. Τότε ο Ξυλουργός λυπήθηκε αλλά δεν έχασε της ελπίδες του και συνέχισε να ψάχνει.Το βράδυ έφτασε στη Σκύδρα όπου εκεί άκουσε για μια γυναίκα την οποία την ονόμαζαν Μάνα - Τζάρα. Κανείς όμως δεν την συμπαθούσε διότι ήταν κλεισμένη μέσα της, δεν μιλούσε σε κανέναν και δεν έβγαινε ποτέ έξω. Ο Ξυλουργός αποφάσισε να την συναντήσει όπου και το έκανε. Το επόμενο πρωί έφτασε στο σπίτι της. Το οποίο ήταν σκοτεινό, φθηνά διακοσμημένο και τρομακτικό. Όταν ο Ξυλουργός χτύπησε το κουδούνι εκείνει άνοιξε την πόρτα και μόλις τον είδε φώναξε και πήρε ένα πιστόλι για να τον σκοτώσει.Αμέσως μετά είπε - ΄΄Εσύ, πως τολμάς να έρχεσαι εδώ...;΄΄ τότε της απάντησε ο Ξυλουργός ΄΄ συγνώμη κυρία μου απλά για μια διαθήκη ήρθα για να μου δώσετε μερικές πληροφορίες για... ΄΄ Εκείνη την στιγμή τον διέκοψε η κακιά γυναίκα και του είπε ΄΄ Κανείς μα κανείς δεν θα πάρει την περιουσία της κακόμοιρης κόρης η οποία έπεσε θύμα στα σχεδιά σου...΄΄ και ο Ξυλουργός είπε ΄΄ Μα κυρία μου να σας εξηγήσω εγώ απλά... ΄΄ τότε λεεί η κακία μητέρα ΄΄ τι...; θα μου πείς πως δεν φταις...; πως η κόρη μου δεν πέθανε εξαιτίας σου...; εεε....΄΄ τότε ανταποκρίθηκε ο Ξυλουργός ΄΄Έχετε δίκιο απλά εγώ ήθελα να... ΄΄ του ξαναφωνάζει η κακιά μητέρα και του λέει ΄΄ Τί; θέλησες να ζήσεις τον ερωτά σου... να τον ζήσεις... αλλά... άκουσεμε προσεκτικά δεν θα είσaι ποτέ ευτηχισμένος... ο ένα γιος που θα αποκτήσεις και αυτός θα είναι δυστυχισμένος... θα υποφέρεις για όλα όσα έχεις κάνει στην κόρη μου...΄΄ Εκείνη την στιγμή ο Ξυλουργός άρχισε να πνίγεται από τις αμαρτίες του και της λέει ΄΄Ακούστε με έχετε κάθε δικαίωμα να ζητάτε εκδίκηση αλλά να σας εξηγήσω...΄΄ Του απαντάει η κακιά μητέρα΄΄ Μπαίνει εδω πέρα εξήγηση...; φύγε αν θες να ζήσεις... φύγε γιατί θα σε σκοτώσω... φύγεεεε....΄΄Ο Ξυλουργός τρόμαξε και άρχισε να τρέχει χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Για ένα ολόκληρο χρόνο έμενε σε ένα μικρό σπίτι στην Ξάνθη στη Μύκη μέχρι οπού μια μέρα αποφάσισε και είπε ΄΄ Πόσο άλλο θα μένω εδώ μακρία από την γυναίκα μου, φοβούμενος τον θανατό μου από μια γριά γυναίκα... τι μπορεί να μου κάνει...; την κατάρα της μου έδωσε μόνο.. δεν αντέχω... θα γυρίσω πίσω...΄΄ Τελικά κατάφερε να φτάσει στην Tριανταφυλλένια και ποτέ δεν τον βρήκε η κακιά μητέρα.  Μετά από πολλά χρόνια ο γιός του Ξυλουργού ο Τζούς είχε μεγαλώσει και ήθελε να μάθει για την διαθήκη. Μετά από μερικούς μήνες ο Ξυλουργός αρρώστησε από μια αρρώστια που ονομάζεται τακαμούρι. Ο πατέρας του Τζούς δηλαδή ο Ξυλουργός λίγο μετά αφού είχε φθάσει ο θανατός του  θέλησε να μιλήσει με τον γιο του. Δεν του είπε όλοι την αλήθεια αλλά τον συμβούλεψε και του είπε - ΄΄Γιέ μου, τώρα πια έφτασε η ώρα μου... Σειρά σου να προσέξεις αυτό το σπίτι που από μικρός συντηρώ... Θέλω να προσέχεις την μητέρα σου  και να κάνεις μια λαμπρή οικογένεια για να ζήσει κάτω από αυτήν την στέγη... Να ξέρεις πως σ΄αγαπώ και πως όπου και να είμαι θα σας προσέχω...΄΄ - Τότε ο Τζούς του απάντησε - ΄΄ Φυσικα και θα προσέχω την μητέρα μου καθώς και θα κάνω μια όμορφη οικογένεια για να γεμίσει αυτό το σπίτι με μικρά παιδιά... Όμως μπαμπά κάτι με αποσχολεί.... Σχετικά με εκείνη την διαθήκη... μπορείς να μου πείς τίποτε..;΄΄-  Εκείνη την στιγμή  Ξυλουργός νευρίασε και του είπε - ΄΄Πού άκουσες εσύ για τη διαθήκη...; τι σε νοιάζει αν υπάρχει...; δεν σου έχω δώσει αρκετά χρήματα για να εξασφαλίσεις τις ανάγκες της οικογενειάς σου...; νομίζω πως αυτά φτάνουν... Tι ζητάς τώρα...;΄΄ Kαι ο Τζούς του απάντησε ΄΄Μα γιατί νευρίασες μπαμπά εγώ μια απλή ερώτηση έκανα...; και φυσικά μου φτάνουν τα χρήματα που μου έδωσες... αλλά.... ΄΄Αμέσως μετά ανταποκρίθηκε ο Ξυλουργός ΄΄αλλά τι...; θες περισσότερα..; ξέρεις τι πέρασα εγώ στα νίατα σου για να συντηρήσω την οικογενειά μου...; ξέρεις δεν τα είχα όλα έτοιμα όπως εσύ... και ήμουν πιο μικρότερος από εσένα... άλλοι σαν και σένα ευνομονούν τον θεό γι΄αυτά που έχουν... τα οποία είναι ψήχουλα μπροστά σ΄αυτά που έχεις εσύ... και εσύ ζητάς κι΄άλλα...΄΄ Τοτε του απάντησε ο Τζούς ΄΄ Μπαμπά με παρεξήγησες.... δεν εννοούσα κάτι τέτοιο... απλά... θέλησα να μάθω έστω κάτι για αυτήν την διαθήκη... και αν μπορώ να  πάρω κατί σε αυτήν γιατί να μην το κάνω...; δεν έχω να χάσω τίποτε... έτσι και αλλιώς έχουμε οικονομική κρίση... ενω στην εποχή σου δεν είχατε... παραμόνο φτώχια... ξεπερνούσατε τα προβλήματα σας με τα αμπέλια και τις καλλιέργειές σας... εδω ό,τι παίρνουμε από τις καλλιέργειες το πληρώνουμε ακριβά... εσείς πληρώνατε...; βλέπεις λοιπόν να είναι το ίδιο...;΄΄. Εκείνη την στιγμή ο Ξυλουργός προβληματίστηκε, κάθησε ένα λεπτό να σκεφτεί και κατάλαβε πως ο γιός του ο Τζούς είχε δίκιο. Αλλά ήταν και η κακιά γυναίκα της πρώην αρρωστημένης γυναίκας του στην μέση. Και πως αν ψάξει και ασχοληθεί με την διαθήκη τότε μπορεί να πεθάνει.Έτσι του είπε΄΄ Γιέ μου, σε καταλαβαίνω... όλα όσα λες είναι σωστά αλλά.... δεν μπορώ να σου πω για την διαθήκη... τώρα μπορεί να μην καταλαβαίνεις αλλά κάποτε θα καταλάβεις... Τώρα σε παρακαλώ πήγαινε ... θα ήθελα να μείνω μόνος μου... Ευχαριστώ...΄΄΄.Εκείνη την στιγμή ο Τζούς απογοητεύτηκε και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι του. Λίγες ώρες μετά έφτανε η ώρα του θανάτου του Ξυλουργού ο οποίος πριν πεθάνει ζήτησε στον γιο του τον Τζούς να του υποσχεθεί πως δεν θα αναζητήσει την διαθήκη. Ο Τζούς αν και δεν συμφωνούσε του υποσχέθηκε και μετά το θάνατο του πατέρα του δεν ρώτησε ούτε έψαξε για πληροφορίες σχετικά με την διαθήκη.
 
Δεύτερη περίοδος.  
Μετά από 10 χρόνια ο Ζούς έπεσε σε μεγάλη οικονομική κρίση στο έτος του 2013. Όλα στην Ελλάδα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Άνθρωποι φτωχοί, παιδιά στους δρόμους αβοήθητα, άνθρωποι χωρίς δουλειά, όλα εξω από τον έλεγχο της χώρας. Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν και ο Τζούς όπου ήταν τσακισμένος από την φτώχεια διότι είχε σπαταλήσει όλη την περιουσία του πατέρα του και τώρα πρέπει να εξασφαλίσει χρήματα διότι αν δεν τα έχει τότε θα χάσει την οικογένεια του από την πείνα, το σπίτι του και τη ζωή του και πάνω απ΄όλα όμως σκεφτόταν τα παιδιά του διότι η γυναίκα του είχε πεθάνει από μια βαριά αρρώστια καρκίνου στον εγκέφαλο. Η μόνη λύση για τον Τζούς είναι να εξασφαλίσει την διαθήκη ξεχνόντας την υπόσχεση που έδωσε στον πατέρα του. Έτσι μια μέρα είπε ΄΄ Δεν μπορώ άλλο τα 'φτυσα ... πρέπει να κάνω κάτι άμεσα... μόνο η διαθήκη μένει... δεν μπορώ να κρατήσω την υποσχεσή μου... ο μπαμπάς μου μου είπε πως έκανε τα πάντα για την οικογενειά του... έτσι και εγώ θα προσπαθήσω για την οικογενειά μου... θα πάω να μάθω για την διαθήκη... και τώρα μάλιστα...΄΄ Έτσι πηγαίνει στο σπιτικό του στα Αμπελάκια και αναγκάζει την μητέρα του την Tριανταφυλλένια να του πεί την αλήθεια,όπου στο τέλος την μαθαίνει και λέει ΄΄ Τώρα καταλαβαίνω γιατι ο πατέρας μου μου έλεγε να μην ασχολούμαι με την διαθήκη... αλλά δεν μπορώ ... και γιατί να φοβάμαι...;τώρα μπορεί να είναι γρια... ίσως...ίσως και να έχει πεθάνει... ποίος ξέρει...;΄΄. Ο Τζούς δεν διστασε να αντιμετωπίσει την κακιά μητέρα της αρρωστημένης γυναίκας του πατέρα του γι΄αυτό γεμάτος αυτοπεποίθηση και γεναιότητα πήγε να τη συναντήσει στην Έδεσσα.  Την άλλη μέρα έφτασε στο μέρος εκείνο αλλά δυστυχώς δεν ήταν κανείς στο σπίτι της. Τότε ένας περαστικός είπε στον Τζούς ΄΄Την μάνα - τζάρα ψάχνεις ;΄΄ του είπε ο περαστικός ΄΄ ... ναι ... ΄΄ του απάντησε ο Τζούς.΄΄εδώ και χρόνια έχει φύγει΄΄ του είπε ο περαστικός. ΄΄και που πήγε;΄΄ ρώτησε ο Τζούς. ΄΄κανείς δεν ξέρει... πάντως κάποιοι έχουν ακούσει γι΄αυτήν... νομίζω  πως αυτή μπορούν να σε βοηθήσουν...΄΄.΄΄ποιοί; ΄΄ανταποκρίθηκε ο Τζούς. ΄΄να είναι μια γρία γυναίκα σε μια πόλη πιο πάνω... λένε πως αυτή γνωρίζει για το που πήγε.΄΄.΄΄και που πρέπει να πάω για να την βρώ;΄΄. ΄΄ αν πας στην Κρήτη στο Ηράκλειο, σ΄ένα χωριό που το λένε Ζαρός θα την βρείς.΄΄.΄΄ Ευχαριστώ ΄΄του απάντησε ο Τζούς. ΄΄Να ρωτήσω΄΄.ρωτάει ο περαστικός.΄΄ και βέβαια.. πες μου.΄΄του απαντάει ο Τζούς .΄΄γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ να μάθεις γι΄αυτήν την γυναίκα δεν έχεις ακούσει γι΄αυτήν...;΄΄.΄΄και βέβαια έχω ακούσει αλλά είναι προσωπικός λόγος.... Ευχαριστώ πάντως για την βοήθεια...΄΄. ΄΄τίποτε... στο καλό και να προσέχεις΄΄.΄΄Ευχαριστώ πολύ.΄΄ του απάντησε ο Τζούς και γεμάτος χαρά έτρεξε πρός την Κρήτη στο Ηράκλειο. Μερικές μέρες μετά ο Τζούς έφτασε στην Λεβαδειά στην Βάγια οπού εκεί έμεινε μια μέρα για να ξεκουραστεί. Την επόμενη μέρα εκεί που ξεκινούσε για την Κρήτη είδε ένα παιδί που φώναζε. Έτρεξε τότε δίπλα του και του ζήτησε να του εξηγήσει για το τι έχει. Ο μικρός είπε στον Τζούς -΄΄Κύριε ξέρετε... η μητέρα μου... δεν είναι καλά...΄΄. ΄΄και τι έχει΄΄. τον ρώτησε ο Τζούς.΄΄από την οικονομική κρίση η μαμά μου έχασε τον ελεγχό της... και ... τώρα πια.... έχει σοβαρά ψυχικά προβλήματα...΄΄. Τότε ο μικρός άρχισε να κλαίει μπροστά στον Τζούς. Ο Τζούς εκείνη την στιγμή τον λυπήθηκε και του είπε.΄΄ εγω ξέρω κάτι γιατροσόφια... μπορεί να μην έχω σπουδάσει για ψυχίατρος αλλά.... ίσως μπορέσω να βοηθήσω.... πάμε στην μητέρα σου...΄΄. Τότε ο μικρός χάρηκε και έστειλε τον Τζούς στο σπιτικό του. Όταν έφτασαν στο σπιτικό του μικρού ο Τζούς ζήτησε να συναντήσει την γυναίκα αυτή. Μόλις πήγε στο δωματιό της τότε της είπε - ΄΄Τι συμβαίνει σε σας κυρία μου... ΄΄ την ρώτησε ο Τζούς.΄΄εχώ τόσα προβλήματα που με πνίγουν... νιώθω μόνη... πως όλοι είναι εναντίον μου... πως όλοι θέλουν το κακό μου ακόμα και το παιδί μου μερικές φορές μισώ χερότερα και από τον εχθρό μου...΄΄απάντησε η γυναίκα. Τότε ο Τζούς της έδωσε μερικά χάπια για μερικούς μήνες. Μετά από επτά μήνες η γυναίκα αυτή έγινε καλά και είπε στον Τζούς- ΄΄ Ευχαριστώ.... γιέ μου... να σ΄έχει καλά ο θεός.... για χάρη σου είμαι καλά... εγώ και η οικογενειά μου... να΄σαι καλά..΄΄΄.Τότε ο άντρας της γυναίκας αυτής ευχαρίστησε τον Τζούς και του έδωσε 50.000 ευρώ. Έτσι, με χρήματα στην τσέπη έτρεξε για την διαθήκη. Μερικές μέρες μετά έφτασε στην Καλαμάτα στην Αρφαρά. Εκεί συνάντησε μια οικογένεια όπου η γυναίκα του σπιτιού έφευγε από το σπίτι τις νύχτες. Τότε ο πατέρας του σπιτιού  λέει στον Τζούς -΄΄Γιέ μου, μπορείς να με βοηθήσεις... Έχω σοβαρό πρόβλημα...΄΄.΄΄Φυσικά΄΄ του απάντησε ο Τζούς.΄΄Η γυναίκα μου τις νύχτες βγαίνει έξω΄΄απαντάει ο πατέρας.΄΄και γιατί ΄΄ρωτάει ο Τζούς. ΄΄δεν ξέρω...΄΄ του ξαναπαντάει ο πατέρας. ΄΄καλά... καλά... αν δεν την δω δεν μπορώ να σε βοηθήσω... πάμε σπίτι σου... Έλα...΄΄.Έτσι ο Τζούς με τον πατέρα πάνε στην γυναίκα αυτή. Μόλις φτάνουν στο σπίτι, ο Τζούς εξετάζει την γυναίκα  όπου δεν της βρίσκει κανένα σύμπτωμα. Ο πατέρας και ο Τζούς ξαφνιάστηκαν και δεν πίστευαν στα μάτια τους για την αλλαγή της συμπεριφοράς της γυναίκας. Τότε είπε ο Τζούς -΄΄Δεν βρίσκω κανένα πρόβλημα... αλλά... εσύ δεν είπες πως τα βράδια βγαίνει έξω ...; ΄΄.΄΄...ναι...΄΄ του απάντησε ο πατέρας. ΄΄ Τότε μπορεί να μην εμφανίζει σύμπτωμα τις μέρες αλλά τις νύχτες... ποιός ξέρει...; ας δούμε την νύχτα... εεε...΄΄του λεέι ο Τζούς. Έτσι λίγες ώρες μετά φτάνει η νύχτα και η γυναίκα βγαίνει έξω. Ο πατέρας μαζί με τον Τζούς την παρακολουθούσαν σε όλη την διάρκεια της φυγής της από το σπίτι. Μέχρις ότου έφτασαν σε μια σκοτείνη καλύβα σε ένα δάσος. Εκεί η γυναίκα μπήκε μέσα. Τότε μκήκαν μέσα και ο πατέρας με τον Τζούς και της ζήτησαν εξηγήσεις για το τι έκανε εκεί νυχτιάτικα. Εκείνη τους είπε πως εκεί είναι ο τάφος της κόρης της που είχε από έναν άνδρα που δεν αγάπησε ποτέ και που την ανάγκασε ο πατέρας της να παντρευτεί με αυτόν. Εκείνη την στιγμή ο Τζούς θυμήθηκε την ιστορία του πατέρα του γι΄αυτό και την βοήθησε. Η γυναίκα αυτή ήθελε να έχει τον τάφο της κόρης της κοντά της αλλά χωρίς να το μάθαινε ο άντρας της γιατί τον φοβόταν. Ο Τζούς μετακίνησε τον τάφο από την καλύβα και την πήγε κοντά της. Η γυναίκα μαζί με τον πατέρα ευχαρίστησαν τον Τζούς και του έδωσαν για αντάλαγμα 50.000 ευρώ. Έτσι με 100.000 χιλιάδες ευρώ στην τσέπη ξεκίνησε για την διαθήκη. Μερικές μέρες μετά έφτασε στο νησί των Κυθηρων [Τσιρίγο] στο Διακόφτι όπου εκεί έμεινε μια νύχτα. Εκεί συνάντησε μια γριά η οποία είχε πρόβλημα με την σκεπή του σπιτιού της και κάθε φορα που έβρεχε γέμιζε το σπίτι της με νερά. Λέει η γιαγιά στον Τζούς - ΄΄Γιέ μου, θα μου κάνεις μια χάρη΄΄. ΄΄Φυσικά..΄΄  της απαντάει ο Τζούς. ΄΄ θα μου χτήσεις την σκεπή... διότι όταν βρέχει γεμίζει το σπίτι με νερά... δεν έχω κανέναν... χρήματα δεν έχω... μπορείς καμάρι μου...;΄΄του είπε η γιαγιά. ΄΄και βέβαια μπορώ...΄΄απάντησε ο Τζούς. Έτσι έμεινε μία εβδομάδα όσπου έφτιαξε την σκεπή. Η γιαγιά για να τον ευχαριστήσει του λέει. ΄΄Έχω για σένα μια όμορφη κοπέλα ΄΄. Η γιαγιά δίνει στον Τζούς μια εικόνα της και εκείνος την ερωτεύεται με την μία. Η γριά δίνει πληροφορίες στον Τζούς για να την βρεί και του λέει πως πρέπει να πάει σε ένα νησί των Κυκλάδων στην Θήρα [Σαντορίνη] στο Καμάρι. Έτσι ο Τζούς ξεκινάει για την διαθήκη καθώς και για την κοπέλα. Οκτώ μέρες μετά ο Τζούς φτάνει στην Κρήτη στο Ηράκλειο και πηγένει στο σπιτικό της κακιάς γυναίκας για να πάρει την διαθήκη. Εκεί βλέπει μια γριά και πίστεψε πως μπορεί να είναι εκείνη και έτσι την πλησίασε. Όταν πλησίαζε ο Τζούς η γριά τον είδε και του είπε - Αν δεν κάνω λάθος είσαι ο γίος του ξυλουργού... ΄΄. ΄΄...ναι ... ΄΄ της  απάντησε ο Τζούς. ΄΄ ίδιος ο πατέρας σου... μα καλά ενω γνώριζες το κίνδυνο διακινδύνεψες την ζωή σου για τα χρήματα ;... να ξέρεις δεν είναι τα σημαντικότερα στην ζωή... ΄΄ . ΄΄Κοιτάξτε... η κρίση με έφερε σ΄αυτήν την κατάσταση... ζητάω λίγα χρήματα... η οικογενειά μου και εγώ στηριζόμαστε σ΄αυτά τα ... ξέρω πως είναι δικά σας τα χρήματα και της κόρης σας αλλά τα έχω ανάγκη... σας παρακαλώ... είμαι μόνος με τρία παιδιά και χωρίς γυναίκα...΄. της απαντάει ο Τζούς.΄΄Η κρίση προκάλεσε σ΄όλους προβλήματα όχι μόνο σε σένα... τα λίγα χρήματα που μου ζητάς δεν θα σε βοηθήσουν... η οικογένεια δεν μπορεί να ζήσει μόνο μ΄αυτά... πρέπει να υπάρχει σιγουριά... να έχεις δουλεία για να ζήσει όλοι οι οικογένεια σου... μην περιμένεις από την διαθήκη.΄΄.  Του απάντησε η γριά. ΄΄ Σας καταλαβαίνω κυρία μου... αλλά... τα χρειάζομαι... βοηθήστε με... η οικογενειά μου μπορεί να πεθάνει... δουλειά δεν υπάρχει... δεν είμαι σαν τον πατέρα μου ο οποίος απλά από καπρίτσιο ήρθε να διεκδικήσει την διαθήκη που την έχασε από ένα τραγικό λάθος εφόσον εξαπάτησε την κόρη σας και πως όταν σας είδε δεν σας αντιμετώπισε αλλά έτρεξε να γλιτώσει σαν μια αλεπού... εγω όμως δεν είμαι παρόμοιος με τον πατέρα μου... [εκείνη την στιγμή η γριά συγκινήθηκε και τον άκουσε με μεγάλη νοσταλγία]... Ό,τι και να πείτε έχετε δίκιο... η κόρη σας πέθανε εξαιτίας του πατέρα μου... γι΄αυτό και σας ζητάω συγνώμη... και να με καταλάβαιτε...΄΄της λέει ο Τζούς. ΄΄ Αχ... γιε μου ο θεός σου έδωσε ότι χριαζόσουνα για να ζήσεις... αλλά εσύ δεν ήξερες να τα χρησιμοποιήσεις σωστά... γι΄αυτό και τώρα δεν έχεις και ζητάς από την διαθήκη... Σε καταλαβαίνω μικρέ μου... δεν θέλω εξαιτιάς μου να χάσεις την οικογενειά σου... δεν θέλω εξαιτίας μου επειδή θέλω να πάρω εκδίκηση για τον θάνατο της κόρης μου να πεθάνει της πείνας η οικογενειάς σου...΄΄απάντησε η γιαγιά. ΄΄ Ευχαριστώ που με καταλαβαίνετε κυρία μου.΄΄. της ανταποκρίθηκε ο Τζούς. ΄΄ Μητέρα να με φωνάζεις γιέ μου... φάνηκες άξιος και γεναίος για την οικογενειά σου... αντίθετα με τον πατέρας σου ο οποίος ήταν φοβιτσιάρης... ναι... λοιπόν θα σου δώσω την διαθήκη... και να ξέρεις πως όποτε με χρειαστείς να ξέρεις πως θα είμαι εδω για να σε βοηθήσω... να έρχεσαι με την οικογενειά σου... να μην με ξεχάσεις...  αλλά... όχι απο ανάγκη επειδή σου έδωσα τη διαθήκη...  να θέλεις με όλη σου την καρδιά να έρχεσαι και όχι με μιση καρδιά... εντάξει μικρέ μου... ;΄΄ του απάντησε η γιαγιά ΄΄Δεν ξέρω πως να σας ευχαριστήσω... όχι με μισή καρδιά δεν θα έρχομαι αλλά με όλη μου την καρδιά... που έχω και που αυτήν την στιγμή πετάει απο την χαρά της... σας ευχαριστώ πολύ... χάρη σε σας τώρα εξασφαλίζω την υγεία της οικογενειάς μου... χίλια ευχαριστώ... ΄΄ . Η γριά έδωσε στον Τζούς την διαθήκη και γεμάτος χαρά ξεκίνησε για την Σαντορίνη. Μέρες μετά ο Τζούς έφτασε στην Σαντορίνη όπου συνάντησε την όμορφη κοπέλα η οποία ήταν ψηλή, ξανθιά με γαλανά μάτια. Ο Τζούς ξετρελάθηκε από την ομορφιά της και της ζήτησε χωρίς να χάνει χρόνο να τον παντρευτεί. Εκείνη δέχτηκε και έτσι παντρέυτηκε μαζί της. Λίγες μέρες μετά τον γάμο ο Τζούς δέχτηκε ένα τηλεφώνημα που τον αναστάτωσε, το οποίο έλεγε πως ο μικρός του γιός είχε ένα σοβαρό ατύχημα και πως η κατάστασή του είναι πάρα πολύ σοβαρή ίσως και θανατηφόρα. Ο Τζούς δεν ήθελε να χάσει άλλο χρόνο γι΄αυτό και είπε στην συζυγό του πως έπρεπε να πάνε στην Λάρισα. Όμως η σύζυγός του που την λέγανε Χάβρι δεν ήθελε διότι έιχε τον μπαμπά της με καρδιά και πως δεν μπορούσε να τον αφήσει. Ο Τζούς αναγκασμένος ξεκινάει για την Λάρισα ολομόναχος χωρίς την Χάβρι και λυπημένος. Μία εβδομάδα μετά ο Τζούς είχε φτάσει στα Αμπελάκια και χωρίς να χάνει χρόνο πήγε στο νοσοκομείο όπου έμαθε πως ο γιός του ήταν σε κώμα. Για τρείς ολόκληρους μήνες ο μικρός γιός του Τζούς ήταν σε κώμα.Ο Τζούς κάθε μέρα προσευχόταν να γίνει καλά ο γίος του μέχρι μια μέρα όσπου μαθαίνει πως η σύζυγός του η Χάβρι ήταν έγκυος. Ο Τζούς δεν μπορούσε να πάει δίπλα της διότι είχε τον γιό του γι΄αυτό και της υποσχεθηκέ πως όταν γίνει καλά ο γιός του θα πάει σε εκείνη. Δυστυχώς όμως ο μικρός γιός του Τζούς συνέχισε για επτά μήνες ακόμα να είναι σε κώμα. Ο Τζούς δεν άντεχε άλλο το ίδιο και η Χάβρι. Τότε κάποια στιγμή ο Τζούς θυμήθηκε πέντε λόγια του πατέρα του πριν τον θάνατό του - ΄΄ Γίε μου... μην αναζητήσεις ποτέ μα ποτέ αυτήν την διαθήκη... είναι καταραμένη... για όλα αυτός που φταίει είμαι εγω... δεν θέλω να υποφέρεις και εσύ... τώρα δεν με καταλαβαίνεις... αλλά κάποτε θά με θυμηθείς... αλλά...θα είναι πολύ αργά γίε μου... μην το ξεχάσεις... ΄΄ - Εκείνη την στιγμή ο Τζούς μίσησε τον εαυτό του αλλά όπως είχε πεί και ο πατέρας του τώρα ήταν  πια πολύ αργά. Ευτυχώς μετά από λίγα λεπτά έγινε ένα θαύμα και ο μικρός ξύπνησε και ο Τζούς δεν πίστευε στα μάτια του. Από την χαρά του  πήρε το τηλέφωνο για να χαρεί μαζί με την αγαπημένη του την Χάβρι. Όμως είχε και εκεί συμβεί μια στραβή  όπου η αγαπημένη του είχε εξαφανιστεί. Ο Τζούς δεν άντεχε αλλό και απο τον πόνο του έτρεξε στο Καμάρι για να μάθει για το που πήγε. Όταν ρώτησε κανείς δεν ήξερε. Ο Τζούς ήταν τόσο δυστυχισμένος όπου παραλίγο εκεί που οδηγούσε να έπεφτε στον γκρεμό.    
Τρίτη περίοδος.                     
Μετα από  10 χρόνια όλα είχαν αλλάξει. Ο Τζούς πήγαινε κάθε βράδυ στην γριά και μετά σε καφενεία όπου έπινε και μεθούσε από τον πόνο του. Η Χάβρι λίγες μέρες μετά την γέννα  είχε χάσει τον εαυτό της από την γέννα και είχε θελήσει  να αφήσει κάπου το παιδί της διότι δεν το ήθελε. Είχε πια τρελλαθεί και αφού έδωσε την κόρη της σε μια φτωχή οικογένια κλείστηκε σ΄ένα τρελοκομείο. Μια νύχτα ο Τζούς όπως πάντα πήγε σ΄ένα καφενείο για να πιεί. Τότε άκουσε μια φωνή που του θύμιζε την Χάβρι η οποία ήταν τραγουδίστρια. Ο Τζούς ξαφνιάστηκε και ζήτησε πληροφορίες από τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού που τον λέγανε Μπαρμπα - Γιάννη. Ο Μπαρπα - Γιάννης του είπε όλη την αλήθεια και ο Τζούς χάρηκε που επιτέλους βρήκε την χαμένη κόρη του. Χωρίς να χάνει χρόνο ο Τζούς είπε την αλήθεια στην μικρή που την λέγανε Μίριαμ πως ήταν ο αληθινός της πατέρας και έτσι άρχισε από εκείνη την στιγμή να αναπληρώνει το χρόνο που είχε χάσει τόσο χρόνια μακριά της. Πατέρας και κόρη περνούσαν όλη την ημέρα μαζί, μάθαιναν ο καθένας για τον άλλον και αγαπιόντουσαν πέρα από κάθετι. Όσπου μια μέρα η μικρή Μίριαμ λέει στον πατέρα της τον Τζούς - ΄΄ Πατέρα μου... μπορώ να σου μιλήσω...΄΄. ΄΄φυσικά ψυχή μου... πές μου...΄΄. της απάντησε ο Τζούς.΄΄ Ξέρεις μπαμπά έχει σχέση με την μαμά μου...την... Χάβρι...΄΄. Εκείνη την στιγμή ο Τζους πνιγόταν απο την απορία και την ανυπομονησία για να μάθει για εκείνη ωσπου ρωτάει την μικρή.΄΄που ξέρεις εσύ για εκείνη κόρη μου...; τόσα χρόνια την έψαχνα και δεν την βρήκα πουθενά...;΄΄. Τότε η μικρή λέει στον Τζούς πώς η μητέρα της είναι κλειδωμένη σ΄ένα τρελλοκομείο. Ο Τζούς έτρεξε σ΄αυτό το τρελλοκομείο. Μολις έφτασε εκεί ζήτησε να την δεί και αφού την είδε την πήρε από εκεί και πήγαν όλοι μαζί στην Λάρισα στα Αμπελάκια. Λίγα χρόνια μετά ενώ όλα πια είχαν ησυχάσει ο Τζούς παίρνει την διαθήκη και την δίνει πίσω στην γριά λεγοντάς της πως μπορεί να τα καταφέρει μόνος του χωρίς αυτήν. Η γριά εκείνη την στιγμή χάρηκε για την αλλαγή του Τζούς. Από τότε ο Τζούς δούλευε σ΄ένα νοσοκομείο όπου βοηθούσε όλους τους ανθρώπους ακόμα και τους φτωχούς χωρίς να τους αναγκάζει να πληρώνουν. Η γυναίκα του η Χάβρι δούλευε μαζί με την κόρη της την Μίριαμ σ΄ένα μαγαζί και η μητέρα του Τζούς έμενε σπίτι μαζί με την γριά γυναίκα. Ετσι όλοι μαζί έζησαν ευτυχισμένοι μακριά από την καταραμένη διαθήκη...