Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Η Λάμια

 
Μια φορά και έναν καιρό - ή μάλλον δυο τρία χρόνια πριν - ένας αστυνομικός, διορίστηκε σε μία μικρή, ημιθανή επαρχία. Ζήτησε να πάει σε αυτό το μέρος με την πεποίθηση ότι θα ήταν ένα ήσυχο μέρος χωρίς εγκληματικότητα. «Το πολύ πολύ να συλλάβω κανέναν ανήλικο πιτσιρίκο που οδηγεί χωρίς δίπλωμα.», σκέφτηκε γελώντας , καθώς οδηγούσε προς το ερημωμένο χωριό.
          Όμως, όπως αποδείχθηκε, το χωριό ήταν καθετί άλλο παρά ήσυχο. Από την πρώτη εβδομάδα που πήγε εκεί ανακάλυψε ότι σκοτωνόταν βίαια άνθρωποι, σχεδόν κάθε βράδυ. Και, μεταξύ τους, είχαν σκοτωθεί όλοι οι αστυνομικοί που είχαν προσπαθήσει να εξιχνιάσουν το έγκλημα.     Ο αστυνόμος πανικοβλήθηκε. Σκέφτηκε να φύγει μακριά από αυτό το καταραμένο χωριό. Να μαζέψει τα πράγματά του και να τρέξει μακριά με την ίδια ταχύτητα που εγκαταστάθηκε. Τα βράδια κοιμόταν ελαφρά, με ένα όπλο στο κομοδίνο του, έτοιμος να αντιμετωπίσει το θύτη. Ο παραμικρός θόρυβος τάραζε τον ήδη ανήσυχο ύπνο του…
          Ένα βράδυ λοιπόν, το τελευταίο βράδυ πριν αποχωρήσει, ο αέρας που φυσούσε δυνατά σε συνδυασμό με την αγωνία του, τον κρατούσαν ξάγρυπνο. Σε μία στιγμή, νόμιζε ότι άκουσε ένα ουρλιαχτό. Προσπάθησε να το ξεχάσει, να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν ένα προϊόν της φαντασίας του. Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στην γλύκα του ύπνου. Νόμισε ότι άκουσε το παλιό, χαλασμένο παράθυρο να μην καταφέρει να διατηρήσει την αντίστασή του στο μαινόμενο αέρα και να ανοίγει βίαια. Αλλά τώρα ήταν σίγουρος ότι δεν είχε συμβεί τίποτα από αυτά.
     
      Τα γεμάτα παράπονο και πόνο νιαουρίσματα της γάτας του διατάραξαν το γαλήνιο ύπνο του. Τότε θυμήθηκε ότι ήταν σε επιφυλακή. Σηκώθηκε απότομα, αλλά άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο σαν το θρόισμα του χορταριού όταν έρπεται πάνω του, προσπαθώντας να ξεφύγει, ένα δυνατό και δηλητηριώδες φίδι. Η γάτα του είχε σταματήσει να διαμαρτύρεται. Και εάν κρίνει από τον τρόπο που σωριαζόταν στο πάτωμα, σαν πατημένο χαρτομάντιλο, δε θα ξανανιαουρίσει  ποτέ…
          Το επόμενο πρωί από το χαράματα ετοίμαζε τα πράγματά του, θορυβημένος έντονα από το χθεσινοβραδινό και στεναχωρημένος για το γατάκι. Αλλά δεν ήταν έτοιμος ακόμη. Όσο και αν έψαξε τα άλλα δύο του κατοικίδια δεν τα βρήκε. Ακόμη τα έψαχνε όταν, κατά το μεσημέρι τα δύο ζώα ήρθαν μπροστά του, φανερά ταλαιπωρημένα και λυπημένα.   «Συγγνώμη κύριε.», άκουσε μία γλυκιά, μελωδική φωνή από πίσω του. «Εσείς πρέπει να είστε ο καινούργιος αστυνόμος.»
«Μάλιστα» είπε μαγεμένος.
«Τότε πρέπει να ξέρετε για τους αιφνίδιους θανάτους.»
«Ξέρετε και εσείς» ρώτησε την πανέμορφη γυναίκα έκπληκτος.
«Αν μη τι άλλο, η βοήθεια μου σας είναι ανεκτίμητη.»
          Πράγματι, μιλούσαν όλη μέρα και του έδωσε πολλά διαφωτιστικά στοιχεία. Τον έπεισε να μείνει να συνεχίσει.
          Το βράδυ παραφυλούσε κρατώντας το πιστόλι, προσποιούμενος ότι κοιμάται. Τώρα ήταν έτοιμος να πιάσει το δολοφόνο. Δε φοβόταν πια. Ήλπιζε ότι ο μαινόμενος αέρας ήταν σύμμαχος του ενάντια στο δράστη και στην υπνηλία που, μετά από τόσες μέρες αϋπνίας που ήταν πιο έντονη από ποτέ. Άκουγε και τα ουρλιαχτά ανθρώπων αυτή τη φορά. Ξαναέκλεισε τα μάτια του μην καταλάβει ο δράστης ότι είναι ξύπνιος. Δεν έβλεπε πια την εικόνα του ημισκότεινου δωματίου του. Μία μόνο εικόνα
ζωγραφιζόταν στο μυαλό του. Της γυναίκας που συνάντησε σήμερα. Πριν καλά καλά το καταλάβει άφησε το Μορφέα να τον πάρει μακριά από το καθήκον του. Και πάλι άκουσε το αιφνίδιο άνοιγμα του παραθύρου αλλά ήταν κοιμισμένος, ανίκανος να αντιδράσει. Άκουσε τα ουρλιαχτά της άλλης γάτας του, πιο επίμονα. Ένιωθε παραλυμένος , υπνωτισμένος, μουδιασμένος. Προσπάθησε να το πολεμήσει. Όταν ξύπνησε, η δεύτερη γάτα κειτόταν ανήμπορη στο πάτωμα…
          Το επόμενο βράδυ, ήταν πολύ πιο εξοπλισμένος. Είχε βάλει ένα ειδικό βότανο που του είχε δώσει η κυρία Οχιά στο δυνατό καφέ του. Πολεμούσε όσο μπορούσε περισσότερο τη νύστα του. Ο αέρας λυσσομανούσε πιο άγρια από ποτέ. Οι κραυγές ανθρώπων που βασανιζόταν απάνθρωπα χτυπούσαν ανελέητα τα αυτιά του. Όλες οι σκέψεις είχαν μπερδευτεί στο κεφάλι του αλλά μόνο μία κυριαρχούσε: δε θα άφηνε το φονιά να ξεφύγει.
          Τα παράθυρά του έσπασαν, κοπανώντας στον τοίχο από το βίαιο άνοιγμα. Του ήρθε και πάλι η υπνηλία αλλά την έδιωξε. Άκουσε το τρίτο γατί του να ουρλιάζει αλλά τώρα θα το βοηθούσε. Έστρεψε το όπλο του προς αυτό και πάτησε τη σκανδάλη. Άκουσε και πάλι τον χαρακτηριστικό ήχο του θύτη. Το γατάκι του ήταν αναίσθητο, αλλά το αίμα του δράστη είχε δημιουργήσει ένα ποταμάκι προς την κατεύθυνση που έφυγε.
          Το ακολούθησε. Πέρασε το στοιχειωμένο δάσος και είδε μία μαυροφορεμένη γυναικεία φιγούρα να ωρύεται στο χώμα. Το χέρι της ήταν κατακόκκινο και της έλειπε το μικρό της δάχτυλο εκεί που την είχε βρει η σφαίρα. Ο αστυνόμος την αναγνώρισε. Ήταν η γυναίκα που είδε πριν λίγες μέρες και είχε κλέψει τις σκέψεις του. Έμεινε έκπληκτος. Αλλά , αντί να φύγει τρέχοντας  έμεινε σαν στήλη άλατος να την κοιτάζει.
          Αυτή , όταν τον αντιλήφθηκε, σήκωσε το πρόσωπό της , που ήταν λερωμένο ,
προς αυτόν. Τον κοιτούσε και τα μάτια της είχαν μια απεγνωσμένη έκφραση. Σχεδόν σαν εξαναγκασμένη, όρμηξε προς τα πάνω του.
          Όμως , όταν μύρισε το βότανο , έπεσε αποδυναμωμένη κάτω στο χώμα. Με φωνή που μόλις ακουγόταν , είπε:
«Σε παρακαλώ , μη με σκοτώσεις δεν φταίω εγώ, η κυρά Οχιά με καταράστηκε χρόνια πριν να γίνω έτσι γιατί ήθελε να παντρευτεί τον άντρα μου. Ο φθόνος της την ώθησε να με καταραστεί με ένα ξόρκι και να γίνω έτσι.»
          Ο αστυνόμος μόλις τα άκουσε αυτά έμεινε εμβρόντητος. Πήγε αποφασισμένος προς το σπίτι της μάγισσας για να την αντιμετωπίσει. Την είδε από το παράθυρο να αυτοσυγκεντρώνεται μπροστά από μία γυάλινη σφαίρα σε τέτοιο σημείο που είχε χάσει επικοινωνία με το δωμάτιο.
         
Άνοιξε σιγά-σιγά την ξεκλείδωτη πόρτα και την σημάδεψε στην καρδιά με το όπλο του. Όμως αυτή με μία κίνηση του χεριού της σταμάτησε την ορμή της σφαίρας  η οποία έπεσε κάτω σαν διακοσμητικό αντικείμενο.
          Γέλασε με χαρακτηριστικό σατανικό γέλιο και τον ρώτησε:
 «Στα αλήθεια νομίζεις ότι μπορείς να με αντιμετωπίσεις τόσο εύκολα;».
Έκανε μία κίνηση των χεριών της και ο αστυνόμος ένιωσε έντονη δυσφορία και αφόρητο πονοκέφαλο. Έπεσε κάτω ζαλισμένος.
          Μέσα στη θολούρα διέκρινε τη φιγούρα της Λάμιας να εμφανίζεται ξαφνικά και να σπάει τη γυάλινη σφαίρα.
«Όχι!!!!!!!! Τι έκανες;;;;» φώναξε απεγνωσμένα και απειλητικά η Οχιά.
Το νεανικό πρόσωπό της άρχισε να γερνά με γρήγορη ταχύτητα. Έκανε πίσω και το κάλυψε με ένα μαξιλάρι.
«Δεν αφήνουμε ποτέ τις μαγικές πηγές μας εκτεθειμένες Οχιά!» της είπε. «Ειδικά αφού τις προσέχουμε σαν τα μάτια μας εδώ και αιώνες.» Όμως η κυρά-Οχιά πια δεν την άκουγε… Είχε ζήσει αρκετά.
          Το υπόλοιπο, νομίζω το μαντεύετε. Η πρώην Λάμια και ο αστυνόμος παντρεύτηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι στο χωριό. Η Λάμια ποτέ δεν ξεπέρασε την ενοχή της για όλους αυτούς τους οποίους είχε κατασπαράξει αλλά ο αστυνόμος πάντα την παρηγορούσε θυμίζοντας της ότι δεν έφταιγε εξ’ ολοκλήρου αυτή.      
 
 
 
       
         
                                                       Ραχωβίτσα Αννίτα